από την Κλαίρη Μπάμπαλη
«Lion»
Λεζάντα: Δραματική ταινία. Σκηνοθεσία: Γκαρθ Ντέιβις. Ηθοποιοί: Νικόλ Κίντμαν, Ντεβ Πάτελ (Slumdog Millionaire, Ο Άνθρωπος που Γνώριζε το Άπειρο), Ρούνι Μάρα, Ντέιβιντ Γουέναμ και ο μικρούλης Sunny Pawar.
Διάρκεια: 120 λεπτά.
Στην Ινδία των αρχών του΄80, ο πεντάχρονος Σαρού ακολουθεί τον μεγαλύτερο αδερφό του στις περιπλανήσεις του, για να κερδίσει το φαγητό της ημέρας. Σε μία τέτοια αναζήτηση θα βρεθεί ξημερώματα σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό. «Θα με περιμένεις, δε θα φύγεις από δω», του λέει ο αδερφός του.
Όμως, τον παίρνει ο ύπνος και, όταν ξυπνάει, φωνάζει τρομαγμένος τον αδερφό, ο οποίος δεν είναι εκεί. Αναζητώντας τον, μπαίνει σ’ ένα τρένο, εγκλωβίζεται και, τρομοκρατημένος, βλέπει το τρένο να ξεκινάει. Περνώντας από διάφορα άγνωστα τοπία, φθάνει στη χαοτική Καλκούτα, 1600 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του.
Σε αυτή την τεράστια πόλη δε μπορεί ούτε να συνεννοηθεί, γιατί δεν μιλάει μπεγκάλι, την τοπική διάλεκτο, και εξ άλλου είναι πολύ μικρός! Βρίσκει συντροφιά κοντά στα ημιάγρια παιδιά του δρόμου, κινδυνεύοντας μαζί τους πολλές φορές. Όντας σκληραγωγημένος και χάρη στη θέλησή του να επιβιώσει, γλιτώνει σαν από θαύμα. Καταλήγει σε ένα ορφανοτροφείο, όπου υιοθετείται από ένα ζευγάρι Αυστραλών, οι οποίοι τον μεγαλώνουν με πολλή αγάπη στην Τασμανία.
Μετά από 25 χρόνια, μη μπορώντας να ξεχάσει το παρελθόν του, παρότι έχει μόνο αποσπασματικές αναμνήσεις, προσπαθεί -μέσω του Google Earth- να βρει το παλιό του σπίτι και την οικογένειά του.
Όλο το cast είναι προσεχτικά διαλεγμένο και οι ερμηνείες εξαιρετικές, αλλά η Κίντμαν, ως θετή μητέρα, μας πρόσφερε μία αξιόλογη ερμηνεία. Στον μικρό Sunny Pawar αξίζει Όσκαρ, αλλά και ο Dev Patel, που τον διαδέχεται, είναι πολύ καλός ερμηνευτικά! Ο σκηνοθέτης μας χαρίζει, όμορφα μακρινά πλάνα και κάδρα.
Πρόκειται για ένα καλοφτιαγμένο δράμα, με αρκετές δυνατές στιγμές, το οποίο, γνωρίζοντας κιόλας ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία, μας γεμίζει συγκίνηση και ελπίδα για ζωή. Η Sia ερμηνεύει το τραγούδι των τίτλων του τέλους «Never Give Up» (Ποτέ μην τα παρατάς) και εμείς βλέπουμε πλάνα του πραγματικού Saroo και της ζωής του.
Αξίζει να δει κανείς αυτή τη δραματική ταινία, όχι μόνο για τα υπέροχα πλάνα και για τη συγκίνηση που θα βιώσει, άλλα και για το εμψυχωτικό μήνυμα για τη ζωή, το οποίο διαχέεται σε όλο το φιλμ.
«Όταν Ξέσπασε η Βία» (Dogs)
Λεζάντα: Πρωταγωνιστούν οι Ντράγκος Μπουκούρ, Βλάντ Ιβάνοφ, Γκεόργκε Βίζου. Διάρκεια: 104 λεπτά.
Ρουμάνικη ταινία του Μπογκντάν Μιρίκα, ο οποίος έκανε το ντεμπούτο του στο Φεστιβάλ των Καννών και κέρδισε το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κινηματογραφικού Τύπου. Ο σκηνοθέτης δήλωσε ότι αυτές οι ταινίες «είναι μέρος της ποπ κουλτούρας». Στη χώρα μας είχαμε τη χαρά να την παρακολουθήσουμε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.
Ο τριανταπεντάρης Ρομάν, άνθρωπος της πόλης, κληρονομεί από τον παππού του μία τεράστια έκταση άγονης γης στα σύνορα της Ρουμανίας με την Ουκρανία. Πηγαίνει εκεί, αποφασισμένος να την πουλήσει, όταν αντιλαμβάνεται ότι ο παππούς του ήταν ο τοπικός αρχιμαφιόζος και οι άνθρωποί του συνεχίζουν το λαθρεμπόριο, έχοντας ως πλεονέκτημα το ότι η γη είναι άγονη.
Ο Ρομάν εγκαθίσταται στο σπίτι του παππού του και ο κύκλος της βίας ξεκινάει. Βλέπουμε τον τοπικό αρχηγό της αστυνομίας να κρατάει μία μπότα με ένα κομμένο πόδι, το οποίο ξέβρασε ο βάλτος και σε μία αργή σκηνή φρίκης, με δόση σάτιρας, να προσπαθεί να ξεχωρίσει τη μπότα από το πόδι, ενώ ένας φίλος του Ρομάν -που έχει έρθει για να τον βοηθήσει με τα γραφειοκρατικά της πώλησης- εξαφανίζεται μυστηριωδώς.
Ο ρουμάνικος τίτλος της ταινίας είναι «Σκυλιά». Με επιθετικά σκυλιά μοιάζουν οι συμμορίτες του παππού, του διαβόητου Alecu, και από την άλλη έχουμε τους συγχωριανούς, οι οποίοι σωπαίνουν συνωμοτικά. Ο αρχηγός της αστυνομίας τον συμβουλεύει να φύγει και να αναθέσει σε δικηγόρους και συμβολαιογράφους την πώληση.
Ο νυν αρχιμαφιόζος τον συμβουλεύει να φύγει και να μην πουλήσει. Ο Ρομάν, όμως, είναι ο πιο καθαρός χαρακτήρας της ταινίας και δεν τους ακούει. Το κουβάρι ξετυλίγεται και στο τέλος η βία ξεσπάει ανεξέλεγκτη.
Η ταινία, αν και ανήκει στο «Ρουμάνικο νέο κύμα», είναι ένα γκανγκστερικό δράμα με στοιχεία θρίλερ. Τα πλάνα της είναι εντυπωσιακά και κάποια μας θυμίζουν Θ. Αγγελόπουλο. Η κάμερα αποτυπώνει συχνά τους αχανείς και έρημους τόπους, ενώ η αγριάδα του τοπίου συμφωνεί με την αγριάδα των χαρακτήρων.
Η φωτογραφία είναι πραγματικά ατμοσφαιρική. Η ταινία κατορθώνει, από την αρχή μέχρι το τέλος, να κρατήσει τον θεατή σε μεγάλη αγωνία, η οποία συνεχώς κορυφώνεται. Παρακολουθούμε μια βία που δεν έχει εξήγηση, όπως με τον αρχιμαφιόζο, ο οποίος δεν χρησιμοποιεί όλη αυτή τη βία για κάποιο ορθολογιστικό συμφέρον, αλλά επειδή η ψυχολογία του παρεκκλίνει της φυσιολογικής. Η σκηνοθεσία του Μιρίκα έχει επιρροές από τον Κοέν, το νουάρ και τα γουέστερν, ενώ οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές. Οι θεατές που αγαπούν την αγωνία θα φύγουν κατενθουσιασμένοι.