Οι διαδηλώσεις του αμερικανικού λαού αλλά κι η πολιτική αναταραχή που προκάλεσε ο Ντόναλντ Τραμπ με το διάταγμα του για τους μετανάστες, δεν φαίνεται να ενδιέφεραν και πολύ τον πρόεδρο της Αμερικής, όμως με τον νόμο δεν μπορεί να τα βάλει.
Ο ομοσπονδιακός δικαστής του Σιάτλ έβαλε εμπόδια στην εφαρμογή του διατάγματος και μόλις άρχισε ένας άτυπος «πόλεμος» ανάμεσα στη δικαιοσύνη και την προεδρία των ΗΠΑ.
Τη Δευτέρα, ο υπουργός Δικαιοσύνης της Πολιτείας της Ουάσινγκτον Μπομπ Φέργκιουσον κατέθεσε προσφυγή, και προς το παρόν ο δικαστής Τζέιμς Ρόμπαρτ απαγόρεψε την εφαρμογή της απόφασης Τραμπ.
Όμως ο πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν θα καθόταν με σταυρωμένα χέρια και ήδη ενημέρωσε για την επόμενη κίνηση του:
«Ο υπουργός Δικαιοσύνης πρόκειται να καταθέσει επείγουσα δικαστική εντολή για να προχωρήσει η εφαρμογή του διατάγματος και να ακυρωθεί η απόφαση του δικαστή Ρόμπαρτ» αναφέρεται σε ανακοίνωση του Λευκού Οίκου.
Στην αρχική ανακοίνωση, υπήρχε ο χαρακτηρισμός «σκανδαλώδης» που αναφερόταν στην απόφαση, ωστόσο αποσύρθηκε και ο Λευκός Οίκος εξέδωσε νέα ανακοίνωση.
Αν και η απόφαση του δικαστή Ρόμπαρτ έχει τη μεγαλύτερη ισχύ, ωστόσο δεν είναι ο μόνος που αντιτίθεται στο διάταγμα. Ομοσπονδιακοί δικαστές άλλων Πολιτειών, κυρίως στην Καλιφόρνια και την Πολιτεία της Νέας Υόρκης έχουν αποφανθεί κατά της απαγόρευσης.
Ο Δημοκρατικός Φέργκιουσον που έχει καταθέσει προσφυγή για να ακυρωθούν ορισμένα σημεία του διατάγματος, μετά την ανακοίνωση της δικαστικής απόφασης δήλωσε: «Το Σύνταγμα νίκησε σήμερα».
«Κανένας δεν είναι υπεράνω του νόμου, ούτε καν ο πρόεδρος», πρόσθεσε υπογραμμίζοντας πως ο Ρόμπαρτ είχε διοριστεί από τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους. ΄
Ο Φέργκιουσον υποστηρίζει πως η απαγόρευση αυτή είναι ενάντια στα συνταγματικά δικαιώματα των μεταναστών και των οικογενειών τους επειδή έχει να κάνει με μουσουλμάνους. Μιλώντας μάλιστα στο τηλεοπτικό δίκτυο CNNi δήλωσε πως πως «δεν θα του προξενούσε έκπληξη αν αυτή η ιστορία κατέληγε στο Ανώτατο Δικαστήριο».
Και ο Τζέι Ίνσλι, κυβερνήτης της Πολιτείας της Ουάσινγκτον αναφέρθηκε σε μια «λαμπρή νίκη», τονίζοντας πως πρέπει να απαγορευτεί πλήρως το διάταγμα και η μάχη γι’ αυτό δεν έχει τελειώσει.