Του Νίκου Καραμάνογλου Ως έθνος και ως κράτος έχουμε πλέον μάθει να ζούμε αξιολογούμενοι από εταίρους, δανειστές και σχετικούς «οίκους». Κατ’ αυτόν τον τρόπο και η προοπτική που έχουμε διαμορφώσει για το μέλλον είναι στενή και κοντόφθαλμη. Οραματιζόμαστε τα πράγματα μέχρι την επόμενη ημερομηνία-ορόσημο, να καβατζάρουμε τον κάβο κι ύστερα… βλέπουμε. Μια τέτοια ημερομηνία είναι […]
Του Νίκου Καραμάνογλου
Ως έθνος και ως κράτος έχουμε πλέον μάθει να ζούμε αξιολογούμενοι από εταίρους, δανειστές και σχετικούς «οίκους». Κατ’ αυτόν τον τρόπο και η προοπτική που έχουμε διαμορφώσει για το μέλλον είναι στενή και κοντόφθαλμη. Οραματιζόμαστε τα πράγματα μέχρι την επόμενη ημερομηνία-ορόσημο, να καβατζάρουμε τον κάβο κι ύστερα… βλέπουμε.
Μια τέτοια ημερομηνία είναι το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, το οποίο θα κρίνει εν πολλοίς το κλείσιμο της συμφωνίας με τους δανειστές ή -στην αντίθετη περίπτωση- την επαναφορά της αβεβαιότητας στην οικονομία και την έναρξη της συζήτησης περί τέταρτου μνημονίου ή εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη.
Σίγουρα, η συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή.
Η άνοδος της ακροδεξιάς και του ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τις εθνικές εκλογές σε Γερμανία, Γαλλία και Ολλανδία δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ελιγμών στις κεντρομόλους ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Γι’ αυτό ίσως και η έκβαση του επερχόμενου Eurogroup αναμένεται να παίξει καθοριστικό, αν όχι τελεσίδικο, ρόλο στην πορεία της όλης υπόθεσης.
Έξοδος ή παράθυρο ευκαιρίας, λοιπόν; Δανείζομαι στον τίτλο τους αγγλοσαξωνικούς νεολογισμούς, που εισήλθαν στο λεξιλόγιό μας ως παρεπόμενα της κρίσης. Είναι βέβαιο πως η αποτυχία συμφωνίας και η μετακύλισή της στο τέλος της άνοιξης ή τις αρχές του καλοκαιριού, θα μας έχει φέρει στο κατώφλι ενός άλλου κόσμου.
Τότε θα είμαστε με την πλάτη στον τοίχο, οι γερμανικές εκλογές θα είναι στην τελική τους ευθεία και οι επιλογές μας θα περιορίζονται στο δίπτυχο έξοδος ή νέο μνημόνιο.
Όχι ότι η επίτευξη συμφωνίας θα μας ανοίξει τις πύλες του παραδείσου. Μπορούμε ωστόσο να ελπίζουμε σε μια ποσοτική χαλάρωση του ελληνικού προγράμματος, αλλά κυρίως στην εντός της χώρας αποκατάσταση της εμπιστοσύνης -γιατί στο εξωτερικό φαίνεται ότι την έχουμε απολέσει για ακαθόριστο χρόνο.
Ο φόβος ότι η αξιολόγηση δεν θα κλείσει δημιουργεί πιέσεις στις τράπεζες, στα έσοδα του κράτους και την οικονομία εν γένει.
Ήδη η καθυστέρηση του Ιανουαρίου προκάλεσε ροή καταθέσεων ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Ταυτόχρονα νέες καθυστερήσεις ανακύπτουν στην εξυπηρέτηση δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων, με το κάθε νοικοκυριό να λειτουργεί σε συνθήκες καθημερινής επιβίωσης, αδιαφορώντας για το μέλλον υπό τον φόβο του γενικού εκτροχιασμού.
Το γεγονός ότι η κατάσταση φαίνεται ακόμη διαχειρίσιμη δεν πρέπει να συνιστά παράγοντα εφησυχασμού, αλλά δράσης πριν την επιδείνωση της κατάστασης.