Για την πολιτική που έχει σκοπό να χαράξει και τις διαπραγματεύσεις που θα αλλάξουν την πορεία της Ελλάδας αν έρθει το κόμμα του στην κυβέρνηση, μίλησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Σε συζήτηση με τον σπουδαίο ιστορικό Νιλ Φέργκιουσον στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, αναφέρθηκε αρχικά σε όλα όσα σκοπεύει να αλλάξει, μέσα στις πρώτες […]
Για την πολιτική που έχει σκοπό να χαράξει και τις διαπραγματεύσεις που θα αλλάξουν την πορεία της Ελλάδας αν έρθει το κόμμα του στην κυβέρνηση, μίλησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Σε συζήτηση με τον σπουδαίο ιστορικό Νιλ Φέργκιουσον στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, αναφέρθηκε αρχικά σε όλα όσα σκοπεύει να αλλάξει, μέσα στις πρώτες 200 ημέρες σαν πρωθυπουργός της χώρας.
“Μείωση των φόρων, ειδικά των εταιρικών, διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αξιολόγηση στο Δημόσιο, εκκίνηση εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Έχει υπάρξει μεγάλη καθυστέρηση στις ιδιωτικοποιήσεις και χρειάζεται να ξαναδούμε τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η πραγματική οικονομία. Και η Ελλάδα μπορεί να γίνει ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός.
Έχει, αυτή τη στιγμή, φθηνό και καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν το κράτος λειτουργήσει αποτελεσματικά, τα αποτελέσματα σε αυτόν τον τομέα θα είναι θεαματικά” Σχετικά με την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, ενώ αποτελεί τεράστιο κίνδυνο για την πορεία της χώρας, ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης , εξήγησε τον λόγο που επιμένει: «Το μέλλον μας είναι στην Ευρώπη, δεν υπάρχει εναλλακτική οδός. Και, εν τέλει, ανεξάρτητα από το νόμισμα, θα πρέπει να φτιάξουμε μία ανταγωνιστική οικονομία με ανοιχτές αγορές και λειτουργικό δημόσιο τομέα».
Τα βασικά σημεία της ομιλίας
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελλάδας είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης. Χάσαμε την αξιοπιστία μας. Έγινε τρομερή ζημιά στην οικονομία τα τελευταία δύο χρόνια. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαπραγματεύονταν το πρώτο εξάμηνο με τον τρόπο που επέλεξε να διαπραγματευτεί, το 3ο Μνημόνιο δεν θα χρειαζόταν».
«Το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης, πιθανότατα, είχε στόχο να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Το δεύτερο πρόγραμμα ήταν καλύτερα σχεδιασμένο» εξήγησε ο κ. Μητσοτάκης και πρόσθεσε: «Για να διαπραγματευτεί περισσότερο δημοσιονομικό χώρο, η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Η οικονομία ασφυκτιά κάτω από το βάρος της υπερφορολόγησης και των πολύ υψηλών εισφορών».
«Οι Έλληνες έχουν υποστεί τεράστιο οικονομικό πλήγμα. Έχουν φύγει από την Ελλάδα 300.000 νέοι ενώ το 25% του πλούτου χάθηκε».
«Χρειαζόμαστε μια ανταγωνιστική οικονομία και τολμηρές μεταρρυθμίσεις. Πρέπει άμεσα να χαμηλώσουμε τους φόρους και να απελευθερώσουμε την αγορά μας» συμπλήρωσε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.
«Είμαι περήφανος για την πολιτική μου κληρονομιά. Έχω αποδείξει ότι είμαι συνεπής και αποφασισμένος να κάνω μεταρρυθμίσεις. Έχω αποδείξει ότι έφερα εις πέρας μεταρρυθμίσεις. Κέρδισα τις εσωκομματικές εκλογές ενάντια στις πιθανότητες. Κινητοποίησα πολλούς ανθρώπους που πιστεύουν στις ιδέες μου», ανέφερε για την πολιτική του κληρονομιά και το όνομα που κουβαλά στις πλάτες του.
«Η φορολογική μεταρρύθμιση», ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης, «είναι κομβική για την Ελλάδα. Θα είναι η πρώτη νομοθετική ρύθμιση που θα φέρουμε ως Κυβέρνηση. Με έμφαση στις ηλεκτρονικές πληρωμές και επιτάχυνση στις διαδικασίες αδειοδότησης. Άλλες πρωτοβουλίες που θα αναλάβουμε αφορούν τη δημόσια διοίκηση με αξιολόγηση και επιβράβευση των καλών δημοσίων υπαλλήλων. Θα πραγματοποιήσουμε τις τομές που απαιτούνται στην Παιδεία, σε σχολεία και πανεπιστήμια, ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτονομία».
«Υπήρξαν καθυστερήσεις σε μεγάλες αποκρατικοποιήσεις. Πρέπει να βρούμε 100 δις επενδύσεων σε πέντε με επτά χρόνια. Θα πρέπει κάποια κεφάλαια να προέρχονται από ξένες επενδύσεις και κάποια από εγχώριες. Το θέμα της ρευστότητας των τραπεζών είναι πολύ σημαντικό για την ανάκαμψη της οικονομίας ενώ άμεσα πρέπει να δοθεί λύση στα κόκκινα δάνεια». «Όσο το συντομότερο έρθει η πολιτική αλλαγή τόσο το καλύτερο για την Ελλάδα. Πιστεύω ότι αυτή η Κυβέρνηση δεν μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στην έξοδο από την κρίση» κατέληξε ο κ. Μητσοτάκης.