Αρνητικές είναι οι εξελίξεις από το μέτωπο της διαπραγμάτευσης καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική κυβέρνηση και οι εκπρόσωποι των δανειστών φαίνεται να μην τα βρίσκουν σε όλα, σχεδόν, τα σοβαρά ζητήματα. Ο χρόνος κυλάει αντίστροφα δεδομένου ότι απομένουν λίγα εικοσιτετράωρα έως την Πέμπτη, ημέρα αναχώρησης των επικεφαλής των ομάδων της ΕΕ, του ΔΝΤ, της ΕΚΤ […]
Αρνητικές είναι οι εξελίξεις από το μέτωπο της διαπραγμάτευσης καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική κυβέρνηση και οι εκπρόσωποι των δανειστών φαίνεται να μην τα βρίσκουν σε όλα, σχεδόν, τα σοβαρά ζητήματα.
Ο χρόνος κυλάει αντίστροφα δεδομένου ότι απομένουν λίγα εικοσιτετράωρα έως την Πέμπτη, ημέρα αναχώρησης των επικεφαλής των ομάδων της ΕΕ, του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και του ESM ενώ άγνωστο παραμένει αν μέχρι τότε θα έχει επιτευχθεί καμία ουσιαστική πρόοδος.
Με τα υπάρχοντα δεδομένα θεωρείται βέβαιο ότι το Euroworking Group, που θα συνεδριάσει μέσα στην εβδομάδα, θα πιστοποιήσει τη στασιμότητα των διαπραγματεύσεων και θα επισημοποιήσει ότι το Eurogroup στις 20 του μήνα θα περιοριστεί σε μια ανασκόπηση για την Ελλάδα.
Η επιστροφή, όμως, των θεσμών θα απαιτήσει άλλη μια υποχώρηση της Ελλάδας για να συνεχιστεί με κάποιο τρόπο η διαπραγμάτευση.
Σε ποιο σημείο βρίσκεται η διαπραγμάτευση
Επτά ημέρες μετά την επανέναρξη των απευθείας διαπραγματεύσεων στην Αθήνα μετά την απόφαση του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, η δεύτερη αξιολόγηση παραμένει στην πρόοδο που είχε γίνει μέχρι και τις αρχές Δεκεμβρίου, οπότε έγιναν οι τελευταίες συναντήσεις. Η μόνη ουσιαστική εξέλιξη όλου αυτού του καιρού είναι τα αντισταθμιστικά μέτρα που μπήκαν στο τραπέζι στις 20 Φεβρουαρίου δημιουργώντας, όμως, άλλο ένα ανοιχτό μέτωπο στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων.
Από την περασμένη Τρίτη έχουν πραγματοποιηθεί τρεις επίσημες συναντήσεις ενώ οι επικεφαλής των ομάδων των θεσμών και η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα δεν έχουν μειώσει ούτε ένα εκατοστό την απόσταση που τους χώριζε σε όλα τα θέματα.
Αναλυτές υποστηρίζουν ότι η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα αντιμετωπίζει κυρίως το ΔΝΤ, αφού οι εκπρόσωποι των Ευρωπαίων δανειστών μέχρι στιγμής απλώς παρίστανται.
Αυτός είναι και ο λόγος που η ομάδα της κ. Βελκουλέσκου ζητά ακόμη πρόσθετα μέτρα 2% του ΑΕΠ ( 3,6 δισ. ευρώ ) από μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων από το 2019.
Θεωρεί, επίσης, ότι η υπεραπόδοση της οικονομίας για το 2016 ήταν συγκυριακή και δεν θα συνεχιστεί το 2017 το 2018 και το 2019.
Συνεπώς, δεν συντρέχει κανένας λόγος για την αναθεώρηση των προβλέψεων του για την ελληνική οικονομία.
Τούτο, παρόντος και του εκπροσώπου της ΕΕ, ο οποίος υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τη θέση της Κομισιόν, ότι δηλαδή οι προβλέψεις του ΔΝΤ είναι υπεραπαισιόδοξες και θα πρέπει υποχρεωτικά να αλλάξουν με βάση τα τελευταία δεδομένα για την ελληνική οικονομία.
Το ΔΝΤ έχει απορρίψει, επίσης, και τα 2/3 από τα αντισταθμιστικά μέτρα που έχει παρουσιάσει η ελληνική πλευρά και απλώς συζητά κάποια μέτρα που βρίσκονται κοντά στη δική του αντίληψη περί αντισταθμιστικών μέτρων, όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και της φορολογίας για τις επιχειρήσεις.
Ζητεί, όμως, αντί για επιδοματικά μέτρα αλλαγή της ενιαίας φορολογικής κλίμακας για μισθωτούς, συνταξιούχους, ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις.
Επί της ουσίας, το Ταμείο ζητεί τη μείωση της πρόσθετης φορολογικής επιβάρυνσης που επιβλήθηκε στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα και παράλληλα την επιβάρυνση με φόρους στα χαμηλά και πολύ χαμηλά εισοδήματα, μέσω της μείωσης του αφορολόγητου.
Παρόλα αυτά, για να αποφευχθεί μια ρήξη αποφασίστηκε το θέμα να περάσει στις τεχνικές διαπραγματεύσεις με την ελπίδα οι αποστάσεις να μειωθούν.
Διαφωνία και στα εργασιακά
Η απόσταση που καταγράφεται στα δημοσιονομικά, τα μέτρα και τα αντίμετρα για το 2019 παραμένει σταθερή και στις αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν στην αγορά εργασίας.
Το ΔΝΤ ζητεί απελευθέρωση των απολύσεων, κατάργηση της υπουργικής έγκρισης , αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου σε ό,τι αφορά την ευκολία προκήρυξης απεργίας και την επαναφορά της ανταπεργίας.
Αρνείται να δεχθεί και την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κλαδικό επίπεδο και επιμένει οι μισθοί να διαμορφώνονται σε επιχειρησιακό επίπεδο, δηλαδή πρακτικά ζητεί τις ατομικές συμβάσεις εργασίας.
Και σε αυτό το θέμα, το Ταμείο ξεχνά τη βασική συνθήκη του προγράμματος, που λέει ότι οι αλλαγές στην αγορά εργασίας θα πρέπει να γίνουν με βάση τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές.