Σίγουρος πως κυβέρνηση και δανειστές έχουν δώσει τα χέρια για το τέταρτο μνημόνιο, εμφανίστηκε ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Παραχωρώντας συνέντευξη στα ΝΕΑ, υποστήριξε πως «η συμφωνία της 20ής/2/2017 θυμίζει τη συμφωνία της 20ής/2/2015 που οι Ευρωπαίοι δεν ζήτησαν να κυρωθεί από τη Βουλή και έτσι οδηγηθήκαμε στη λήξη του δεύτερου προγράμματος, στα capital controls, στο νόθο δημοψήφισμα, στην αναίρεση του αποτελέσματός του και στη συμφωνία της 12ης/7/2015».
«Η λεγόμενη αξιολόγηση δεν αφορά κυρίως το τρέχον τρίτο πρόγραμμα και τις επόμενες εκταμιεύσεις, αλλά την περίοδο μετά τον Ιούλιο του 2018, δηλαδή μετά το τέλος του. Είναι δεδομένο ότι η περίοδος αυτή θα διέπεται από το τέταρτο Μνημόνιο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα συνοδεύεται και από τέταρτο δάνειο για την κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του χρέους. Οι όροι τίθενται από τους εταίρους για να δοθούν οι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος, για τις οποίες οι πρώτοι είχαν δεσμευθεί από το 2012.
Η επιδείνωση της καμπύλης του χρέους μετά το 2015 καθιστά αναγκαίο να υπάρξουν αυτές οι παραμετρικές αλλαγές που αφορούν τη μέση διάρκεια του χρέους, τις λήξεις δανείων, το μέσο επιτόκιο και τη συσσώρευση τόκων μετά τη λήξη της περιόδου χάριτος. Μόνο που τώρα αυτά δίδονται σταδιακά και υπό όρους και όχι προκαταβολικά όπως το 2012» ανέφερε ο κ. Βενιζέλος.
«Η κυβέρνηση διεκδικεί με πάθος το δεδομένο από το 2012 συμπλήρωμα της μεγάλης παρέμβασης που έγινε τότε με το PSI / OSI. Επιδιώκει να εμφανίσει ως επιτυχία το μικρό συμπλήρωμα του “καταστροφικού PSI” όπως έλεγε με χυδαίο και ανεπίγνωστο τρόπο ο κ. Τσίπρας. Μπορεί επίσης να υπάρχουν διαθέσιμα υπόλοιπα από το τρίτο δάνειο που θα καλύψουν ένα μέρος του τέταρτου Μνημονίου. Άρα το παράδοξο είναι ότι ουσιαστικά έχει συμφωνηθεί το τέταρτο Μνημόνιο χωρίς να έχει κλείσει η στενά νοούμενη αξιολόγηση του τρίτου Μνημονίου και χωρίς να έχει συμφωνηθεί η συμμετοχή του ΔΝΤ ως δανειστή στο τρίτο Μνημόνιο, που θα το λέγαμε έτσι Μνημόνιο τρία plus» πρόσθεσε.
«Τώρα μπορεί, αντί να πάμε ξανά στην 5η Ιουλίου 2015 με δήθεν δημοψήφισμα και αίσθηση ρήξης, να πάμε κατευθείαν στην 6η Ιουλίου 2015 με τη μορφή ενός δήθεν “συναινετικού εκβιασμού” που θα ζητά από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να μοιραστούν με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ την ευθύνη για την αποδοχή σκληρών μέτρων το 2019, το 2020 και μετά ή να μοιραστούν την ευθύνη της σύγκρουσης με τους εταίρους. Έτσι τυφλά και εκ των υστέρων. Χωρίς εθνική στρατηγική εξόδου από την κρίση, χωρίς επεξεργασμένη πρόταση για τα πρωτογενή πλεονάσματα, χωρίς σοβαρή τεχνική διαπραγμάτευση με τους εταίρους».
Πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ και πρόγραμμα
«Τα πρωτογενή πλεονάσματα συνδέονται με τη στόχευση να μπορεί η χώρα να πληρώνει τους ετήσιους τόκους για το χρέος χωρίς να χρειάζεται να δανειστεί αυξάνοντας το χρέος. Οι ετήσιοι τόκοι μετά την αναδιάρθρωση του χρέους που έγινε το 2012 μειώθηκαν κατά 60% σε σχέση με το 2011. Είναι μικρότεροι από τους ιταλικούς γιατί το ελληνικό χρέος σε παρούσα αξία είναι μικρότερο από το ιταλικό κ.ο.κ. Όμως το ύψος των ετήσιων τόκων ως ποσοστό επί του ΑΕΠ εξαρτάται από τον ρυθμό ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ, από τον παρονομαστή του κλάσματος.
Επίσης μπορεί να γίνουν παρεμβάσεις που μειώνουν τους ετήσιους τόκους μέσω παραμετρικών αλλαγών που αφορούν το μέσο επιτόκιο και τη διάρκεια του χρέους. Το κυριότερο όμως είναι η σύνδεση πρωτογενούς πλεονάσματος και ρυθμού ανάπτυξης. Εδώ φαίνεται η αρνητική επίπτωση της περιόδου 2015-2016 στις προβλέψεις για θετικό ρυθμό ανάπτυξης το 2015 και το 2016. Αν η χώρα διέθετε σοβαρή κυβέρνηση, θα μπορούσε να συμφωνήσει με τους εταίρους σε μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα με σειρά επιχειρημάτων που ξεκινούν από την ορθή απεικόνιση του χρέους σε παρούσα αξία, προβλέπουν μια πολύ ομαλή καμπύλη τόκων μέχρι το 2070 και δίνουν έμφαση στον ρυθμό ανάπτυξης και άρα ονομαστικής διόγκωσης του ΑΕΠ. Τα λέω όλα αυτά από το 2012 και ήμασταν πολύ κοντά σε αυτά τον Δεκέμβριο του 2014».