του Νίκου Καραμάνογλου Από μικρό παιδί με «έτρωγε» μια υποψία, η οποία -δυστυχώς- μεγαλώνοντας μετεξελίχθηκε σε βεβαιότητα. Σιωπηρά στην αρχή, μουρμουρίζοντας αργότερα και τέλος -όταν η πραγματικότητα με πίεζε αφόρητα- φωνάζοντας, πίστευα πως είναι πολύ λίγοι οι άνθρωποι εκείνοι που έχουν ένα ιδεολογικό περίγραμμα, μέσα στο οποίο προσπαθούν να εντάξουν τη ζωή τους. Αντιθέτως θεωρούσα […]
του Νίκου Καραμάνογλου
Από μικρό παιδί με «έτρωγε» μια υποψία, η οποία -δυστυχώς- μεγαλώνοντας μετεξελίχθηκε σε βεβαιότητα. Σιωπηρά στην αρχή, μουρμουρίζοντας αργότερα και τέλος -όταν η πραγματικότητα με πίεζε αφόρητα- φωνάζοντας, πίστευα πως είναι πολύ λίγοι οι άνθρωποι εκείνοι που έχουν ένα ιδεολογικό περίγραμμα, μέσα στο οποίο προσπαθούν να εντάξουν τη ζωή τους. Αντιθέτως θεωρούσα πως οι περισσότεροι προσαρμόζουμε την ιδεολογία στη ζωή μας.
Ότι η τελευταία -για τους περισσότερους πάντα- κείται θέσει και όχι φύσει. Φοράμε δηλαδή την ιδεολογία σαν πανοπλία για προσδώσουμε ένα αμυντικό επίχρισμα στις ενέργειες μας και κυρίως στα συμφέροντά μας. Και αυτό γιατί η οπτική μας θεώρηση των πραγμάτων και άρα το πώς ορίζουμε το δίκαιο και το σωστό έχει ως αφετηρία τη θέση στην οποία κάθε φορά βρισκόμαστε. Οποιεσδήποτε εξαιρέσεις, όσο ηχηρές κι αν είναι, συνιστούν απλές επιβεβαιώσεις του κανόνα.
Αριστερά της Εδέμ
Σε όλη μου αυτή την θεώρηση εξαιρούσα πάντοτε την Αριστερά, ασχέτως αν διαφωνούσα μαζί της. Η συνέπεια, η επιμονή, η μαχητικότητα την είχαν τοποθετήσει στο απυρόβλητο της συνείδησής μου. Μέχρι την πρώτη φορά. Την πρώτη φορά Αριστερά δηλαδή, η οποία πονάει, όπως πονάει πάντα η πρώτη φορά. Αφήνω όμως τα πρώτα για να έρθω σε ένα από τα τελευταία κατορθώματά της που βγήκαν στην φόρα.
Με νομοθετική ρύθμιση σε μνημονιακό νόμο, με τον οποίο μείωσε συντάξεις και αφορολόγητα όρια τον Μάιο του 2016, η κυβέρνηση προβλέπει φοροελαφρύνσεις για το πολιτικό προσωπικό.
Δηλαδή, ταυτόχρονα με τις ρυθμίσεις που προέβλεπαν περικοπές συντάξεων, κατάργηση του ΕΚΑΣ, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους εργαζόμενους με «μπλοκάκια», μείωση των αφορολογήτων ορίων και αύξηση των φορολογικών συντελεστών για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, οι κυβερνητικοί βουλευτές στα «μουλωχτά» ψήφισαν τον Μάιο του 2016 και μια διάταξη, η οποία προβλέπει για τους ίδιους τη μείωση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης από 1.049 έως και 1.999 ευρώ τον χρόνο.
Ο κανόνας της συνενοχής
Για να μην είναι δε φωτογραφική και να εμπλακούν ενοχικά και κυρίως ωφελιμιστικά όσο το δυνατόν περισσότεροι, ακολουθώντας τον παλιό δοκιμασμένο κανόνα της συνενοχής, η διάταξη αφορά τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς, τους αναπληρωτές υπουργούς, τους υφυπουργούς, τους βουλευτές, τους ευρωβουλευτές, τους ειδικούς και τους γενικούς γραμματείς, τους διοικητές των Ανεξάρτητων Αρχών, τους αιρετούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και τους διοικούντες νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου!
Η μπάλα στην εξέδρα
«Η διάταξη αυτή είναι μέρος του φορολογικού νομοσχεδίου που είχε έρθει στη Βουλή και η οποία δεν ψηφίστηκε κατόπιν απαιτήσεως των βουλευτών ή του πολιτικού προσωπικού. Είναι στο πλαίσιο γενικότερης ισορροπίας μέσα στα δημόσια οικονομικά», είπε ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, ερωτώμενος για τη διάταξη. Σαν να λέμε «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε».
Πράγμα εξίσου λυπηρό με το ίδιο το περιστατικό, διότι ο κύριος Βούτσης, πάντα συγκρινόμενος με τον ορυμαγδό της ιδεοληψίας και της εκκεντρικότητας που τον περιβάλλει, μου έδινε την εικόνα μετριοπαθούς και συνετού ανθρώπου. Μα θα μου πείτε «σύνεση δεν είναι να κοιτάς το συμφέρον σου, όταν όλοι -μα όλοι- οι άλλοι δεινοπαθούν;». «Ναι», θα σας απαντούσα και εγώ, «αλλά όχι Αριστερά».