Αν και είναι γνωστό πως τα Βιάγκρα αναπτύχθηκαν με αρχικό σκοπό τη θεραπεία της στηθάγχης ή του πόνου στο στήθος λόγω στένωσης των αρτηριών, ωστόσο η νέα έρευνα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.
Τα Βιάγκρα ή τα σκευάσματα που καταπολεμούν τη στυτική δυσλειτουργία, βοηθούν σε μεγάλο βαθμό όσους έχουν υποστεί έμφραγμα.
Νέα σουηδο-ιταλική επιστημονική έρευνα που βασίστηκε σε στοιχεία 43.100 αντρών που είχαν εισαχθεί σε νοσοκομείο λόγω εμφράγματος, εξέτασε την πορεία όσων μετά λάμβαναν τα συγκεκριμένα φάρμακα.
Για την ακρίβεια, Βιάγκρα έπαιρνε το 7% μετά το έμφραγμα, και φάνηκε πως τα επόμενα χρόνια αντιμετώπιζε μικρότερο κίνδυνο θανάτου ή εισαγωγής σε νοσοκομείο για καρδιακή ανεπάρκεια, σε σχέση με όσους δεν χρησιμοποιούν τέτοια σκευάσματα.
Οι άντρες που μετά το έμφραγμα και για τρία συνεχόμενα χρόνια έπαιρναν τους αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης τύπου 5 ή PDE-5 που πουλιούνται με τις εμπορικές ονομασίες Viagra, Levitra, Cialis κ.α. είχαν μικρότερο κίνδυνο θανάτου σε ποσοστό 33%. Όσοι λάμβαναν την ουσία alprostadil, ένα άλλο φάρμακο για την ενίσχυση της στύσης που δουλεύει μέσω διαφορετικού βιολογικού μηχανισμού, δεν είχαν τα ίδια οφέλη. Γενικότερα όμως και οι δύο κατηγορίες, είχαν 40% μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν καρδιακή ανεπάρκεια.
«Αν κανείς έχει μια ενεργή σεξουαλική ζωή μετά από ένα έμφραγμα, είναι πιθανότατα ασφαλές να χρησιμοποιεί αναστολείς PDE-5. Αυτή η θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας είναι επωφελής από άποψη πρόγνωσης» δήλωσε ο επικεφαλής της έρευνας ‘Αντερσον.
«Αν κάποιος έχει ενεργή σεξουαλική ζωή, αυτό πιθανότατα αποτελεί δείκτη για υγιεινό τρόπο ζωής, ιδίως για τα άτομα 70 έως 80 ετών. Έτσι, αν ο ασθενής ζητά φάρμακα για τη στύση μετά έμφραγμα, με βάση τα ευρήματά μας μπορεί ο γιατρός να νιώσει ασφαλής να του τα χορηγήσει» πρόσθεσε.
Οι επιστήμονες θα προχωρήσουν σε δεύτερη μεγαλύτερη έρευνα, για να διαπιστώσουν αν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος επόμενου εμφράγματος από τα σκευάσματα που βοηθούν τη στύση. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Μάρτιν Χόλτσμαν και τον Ντάνιελ Πέτερ ‘Αντερσον του Τμήματος Ιατρικής του Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο ετήσιο συνέδριο του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας και παράλληλα δημοσίευση στο αμερικανικό καρδιολογικό περιοδικό «Heart».