Εργαζόμενοι δύο κατηγοριών υπάρχουν στην Ελλάδα καθώς τουλάχιστον 200 ευρώ, κατά μέσο όρο, αμείβονται παραπάνω οι «τυχεροί» δημόσιοι υπάλληλοι από τους «άτυχους» εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι μισοί υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα έχουν αμοιβές που δεν ξεπερνούν τα 800 ευρώ, ενώ την ίδια στιγμή στο Δημόσιο, το οποίο είναι και ο μεγάλος “ασθενής” στην κρίση , οι εργαζόμενοι έχουν τουλάχιστον κατά 50% αμοιβές άνω των 1.000 ευρώ. Μάλιστα μόλις το 11% των εργαζομένων στο Δημόσιο έχει αμοιβές κάτω από τα 800 ευρώ, ενώ την ίδια ώρα μόλις το 17% των υπαλλήλων και των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα έχουν μισθό πάνω από τα 1.000 ευρώ.
Τα στοιχεία της ΓΣΕΕ δείχνουν ότι οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα έπεσαν πιο γρήγορα και με μεγαλύτερο ρυθμό σε σχέση με τον δημόσιο τομέα, ενώ και η ανεργία τσακίζει κόκαλα.
Ειδικότερα, δραματικά είναι τα στοιχεία που καταγράφει η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ για την αγορά εργασίας.
Η μείωση των μισθών σε επίπεδα κάτω των 800 ευρώ μικτά για περισσότερους από τους μισούς εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, η απόλυτη κυριαρχία των συμβάσεων μερικής απασχόλησης έναντι της πλήρους, η σημαντική αύξηση του ποσοστού φτώχειας από το 27,7% που ήταν το 2010 στο 35,7% το 2015 και η πραγματική ανεργία (30%) είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, η κατανομή των μηνιαίων αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα είναι η εξής:
- έως 799 ευρώ ποσοστό 51,6% (15,2% μέχρι 499 ευρώ, 23,6% μεταξύ 500-699 ευρώ και 12,8% μεταξύ 700-799 ευρώ),
- μεταξύ 800 και 999 ευρώ ποσοστό 17,3% και
- άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 17,8% (11,1% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 6,7% άνω των 1.300 ευρώ).
Αντίστοιχα, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα:
- κάτω των 800 ευρώ ποσοστό 11% (3,1% έως 499 ευρώ, 3,5% μεταξύ 500-699 ευρώ και 4,4% μεταξύ 700-799 ευρώ),
- μεταξύ 800-999 ευρώ ποσοστό 23,6% και
- άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 54,4% (38,5% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 15,7% άνω των 1.300 ευρώ).
Το Ινστιτούτο εκφράζει τον έντονο προβληματισμό του, καθώς σύμφωνα με τις δικές του εκτιμήσεις, το πραγματικό ποσοστό ανεργίας αγγίζει το 29,6%.
Όπως εξηγεί, το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση. Η μακροχρόνια ανεργία την ίδια ώρα, συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%.
Στο ίδιο πλαίσιο, επισημαίνεται ότι το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες (27,2%) σε σχέση με τους άνδρες (18,9%), αλλά και στις νεότερες ηλικίες σε σχέση με τις γηραιότερες.
Ειδικότερα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%.