Έξι χρόνια έχουν περάσει και το αίμα που χύνεται στη Συρία έχει συγκλονίσει ολόκληρο τον πλανήτη. Αθώοι άνθρωποι, παιδιά που δεν πρόλαβαν να δουν άσπρη μέρα και ολόκληρες οικογένειες, χάθηκαν εξαιτίας του πολέμου, που όπως έχει καταγραφεί στην ιστορία, ξέσπασε από μια κίνηση που χαρακτηρίζεται ως «πλάκα».
Ήταν Φλεβάρης του 2011 όταν ο 14χρονος Μουαβίγια Σιασνέχ έγραψε με μαύρο σπρέι στο σχολείο του στην πόλη Deraa στη νότια Συρία «σειρά σου, γιατρέ», εννοώντας τον Μπασαρ Αλ Άσαντ.
Μαζί του, ήταν κάποιοι φίλοι του.
Λίγες ώρες αργότερα αστυνομικοί μπουκάρουν στο σπίτι του μικρού και τον συλλαμβάνουν, ενώ ακολουθούν φρικτά βασανιστήρια για τον ίδιο και την παρέα του.
Φρικιαστικές εικόνες με παιδικά πρόσωπα γεμάτα αίμα, προκαλούν σάλο στη χώρα και για ένα μήνα χιλιάδες πολίτες βγαίνουν στους δρόμους ζητώντας την απελευθέρωση των παιδιών. Οι Αρχές αποφασίζουν να αφήσουν τους νεαρούς να επιστρέψουν σπίτι τους και το κακό που δεν χωρούσε στη φαντασία κανενός άρχισε λίγο πιο μετά.
Στις 15 του Μάρτη, ξεσπά πόλεμος.
Ο Σιασνέχ που αντιμετωπίζεται σαν ήρωας, εντάχθηκε σε αντικαθεστωτικές πολιτικές ομάδες ενώ ο θάνατος του πατέρα του το 2013 ήταν η αφορμή να αφοσιωθεί στη μάχη.
Σε ηλικία 16 ετών έπιασε για πρώτη φορά όπλο, αποφάσισε να ενταχθεί στον αντικαθεστωτικό «Ελεύθερο Συριακό Στρατό» και στα 17 του σκότωσε τον πρώτο κυβερνητικό στρατιώτη.
Σήμερα, ο 20χρονος νεαρός που έμεινε στην ιστορία σαν αυτός που πυροδότησε τον πόλεμο, δίνει συνέντευξη στην Telegraph και συγκλονίζει.
«Είδαμε τις εξεγέρσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο και μας ενθάρρυνε να εξαπλώσουμε το μήνυμα… αλλά ήταν περισσότερο μια πλάκα, ποτέ δεν φανταστήκαμε πως θα γινόταν εξέγερση στη Συρία».
«Με έδειραν με καλώδια, μου έριχναν παγωμένο νερό και μου έκαναν ηλεκτροσόκ. Με κρέμασαν από τους καρπούς στην οροφή του κελιού και με άφησαν εκεί για μία ημέρα μέχρι που ομολόγησα και τους έδωσα τα ονόματα των άλλων αγοριών. Ήταν πολύ σκληρό, ήμουν μόνο ένα παιδί. Δεν ήμουν σίγουρος αν θα έβγαινα από τη φυλακή ζωντανός».
«Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα πυροβολούσα οποιονδήποτε, αλλά ο πατέρας μου ήταν όλη η ζωή μου και ήθελα να πολεμήσω για αυτόν. Δεν με ενδιέφερε αν γινόμουν μάρτυρας πολεμώντας το καθεστώς, επειδή τότε τουλάχιστον θα συναντούσα τον πατέρα μου», λέει.
Ο Σιασνέχ παρέμεινε στη Ντεράα, με τη χήρα μητέρα του και τα τρία αδέλφια του.
Από τους άλλους τέσσερις που έγραψαν στον τοίχο εκείνη την ημέρα, ένας σκοτώθηκε, δύο έφυγαν από τη Συρία και ένας επίσης έμεινε στη Ντεράα που έχει χάσει τον μισό πληθυσμό της.
Αξιοσημείωτο παραμένει πως ο 20χρονος δηλώνει ότι απεχθάνεται όσους το έβαλαν στα πόδια όταν η χώρα τους είχε ανάγκη.
«Σήμερα θα έκανες το ίδιο;», ρωτάει ο δημοσιογράφος, με τον Σιασνέχ να λέει: «Αν ήξερα αυτά που ξέρω τώρα, δεν νομίζω ότι θα το έκανα…δεν περίμενα ότι θα είχε πολύ μεγάλες επιπτώσεις. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα σκοτωνόταν ο πατέρας μου, ή οι πατεράδες χιλιάδων άλλων αγοριών. Λυπάμαι που τόσοι πολλοί αθώοι έπρεπε να πεθάνουν».
Μετά το ξανασκέφτεται και λέει πως : «χωρίς επανάσταση δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος. Το μονοπάτι δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά ινσαλάχ (με τη βοήθεια του Θεού) θα είναι καλύτερα για τα παιδιά μας».