Οι από κοινού προσπάθειες και μια πιο ισχυρή συνεργασία είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της κατάστασης για τους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, δήλωσε την Τρίτη 28 Μαρτίου η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.), δημοσιεύοντας οχτώ συστάσεις που θα βοηθήσουν στη διασφάλιση μιας βιώσιμης προσφυγικής ανταπόκρισης στη χώρα. «H […]
Οι από κοινού προσπάθειες και μια πιο ισχυρή συνεργασία είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της κατάστασης για τους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, δήλωσε την Τρίτη 28 Μαρτίου η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.), δημοσιεύοντας οχτώ συστάσεις που θα βοηθήσουν στη διασφάλιση μιας βιώσιμης προσφυγικής ανταπόκρισης στη χώρα. «H Y.A. έχει δεσμευθεί πλήρως να βρει μόνιμες λύσεις στην Ελλάδα σε συνεργασία με τις αρμόδιες Αρχές και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ελπίζω ότι τους επόμενους μήνες θα γίνουν τα απαραίτητα βήματα για περαιτέρω βελτίωση» δήλωσε ο Filippo Grandi, Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι διαχειρίσιμη. Πρέπει να γίνει μετάβαση από την παρούσα ανταπόκριση έκτακτης ανάγκης σε ένα βιώσιμο σύστημα στο οποίο οι αιτούντες άσυλο και οι πρόσφυγες θα έχουν πρόσβαση σε επαρκή φροντίδα, υποστήριξη και λύσεις που έχουν ανάγκη», είπε. «Αλλά για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται σταθερή δέσμευση από όλες τις πλευρές», πρόσθεσε.
Η βελτίωση των συνθηκών υποδοχής είναι προτεραιότητα. Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να δοθούν περισσότερες ευκαιρίες στέγασης σε αστικές περιοχές, όπως έχει συμφωνηθεί με τις ελληνικές Αρχές, για παράδειγμα μέσω παροχής φιλοξενίας σε περισσότερα διαμερίσματα, αναβάθμισης ορισμένων κρατικών δομών φιλοξενίας, και διασφάλισης ότι όλες οι ακατάλληλες δομές θα κλείσουν γρήγορα.
Η βελτίωση των συνθηκών υποδοχής θα βοηθήσει επίσης στην πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής και έμφυλης βίας, στην οποία εκτίθενται πολλοί ευάλωτοι αιτούντες άσυλο, μεταξύ άλλων γυναίκες και παιδιά, στους χώρους φιλοξενίας. Η Υ.Α. συνεχίζει να στηρίζει τη θέσπιση κατάλληλων συστημάτων εντοπισμού, παραπομπής και υποστήριξης για τα θύματα, συμπεριλαμβανομένης της παροχής νομικής, ιατρικής και ψυχοκοινωνικής φροντίδας και ασφαλούς φιλοξενίας.
Εδώ και μήνες, η Υ.Α. παρέχει στήριξη στην ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να βρεθούν εναλλακτικές λύσεις για αρκετούς χώρους φιλοξενίας που ήταν ακατάλληλοι. Η Υ.Α. είναι έτοιμη να ενισχύσει το πρόγραμμα στέγασης, ιδίως σε συνεργασία με τις δημοτικές αρχές, το οποίο έχει ωφελήσει μέχρι στιγμής πάνω από 27.000 αιτούντες άσυλο. Το πρόγραμμα αυτό έχει βοηθήσει στην επαναφορά μιας κανονικότητας στη ζωή τους και έχει ανοίξει το δρόμο για την κοινωνική ένταξη των προσφύγων που πρόκειται να παραμείνουν στην Ελλάδα.
Η Υ.Α. απευθύνει επίσης έκκληση να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις ιδιαίτερες ανάγκες των ασυνόδευτων και χωρισμένων από την οικογένειά τους παιδιών. Χρειάζεται να ενισχυθεί η ικανότητα για τη διασφάλιση παροχής εξειδικευμένης στήριξης και φροντίδας, λαμβάνοντας υπόψη το βέλτιστο συμφέρον τους στη λήψη κάθε απόφασης. Μόνο τα δύο τρίτα από τα 2.100 ασυνόδευτα και χωρισμένα από την οικογένειά τους παιδιά που έχουν καταγραφεί επισήμως στην Ελλάδα φιλοξενούνται σε ξενώνες ή δομές που έχουν προσαρμοστεί σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Η Υ.Α. παρέχει πάνω από τις μισές υπάρχουσες θέσεις φιλοξενίας. Επίσης, η Υ.Α. ελπίζει ότι το σχέδιο νόμου για την επιτροπεία μπορεί να υιοθετηθεί και να εφαρμοστεί όσο το δυνατόν συντομότερα.
Η καταγραφή και η εξέταση των αιτημάτων ασύλου είναι κρίσιμης σημασίας τόσο στα νησιά όσο και στην ενδοχώρα. Η Υ.Α. συστήνει ιδίως στην Υπηρεσία Ασύλου, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), να συντάξει ένα σχέδιο για την ικανότητα που απαιτείται για την καταγραφή και την εξέταση των αιτημάτων ασύλου, στα νησιά και την ενδοχώρα, σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Είναι απαραίτητο να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στη διάρκεια και την ποιότητα των διαδικασιών ασύλου και των συνθηκών υποδοχής στα νησιά, δήλωσε ο Ύπατος Αρμοστής. «Έτσι θα πραγματοποιούνται περισσότερες και ταχύτερες μεταφορές στην ενδοχώρα και δεν θα υπάρξουν ξανά οι άσχημες συνθήκες και ο υπερσυνωστισμός που βλέπαμε τους τελευταίους μήνες στους χώρους φιλοξενίας στα νησιά», πρόσθεσε, τονίζοντας ότι η Υ.Α. διευκόλυνε σχεδόν 7.000 από τις περισσότερες από 10.000 μεταφορές που οργανώθηκαν από τον Ιούνιο του 2016.
«Για να είμαστε σαφείς: η Ελλάδα από μόνη της δε μπορεί να επιλύσει την κατάσταση στα νησιά. Η Υ.Α. θα συνεχίσει να παρέχει βοήθεια αλλά η ισχυρή υποστήριξη των κρατών μελών της Ε.Ε. είναι επίσης κρίσιμης σημασίας», είπε ο κ. Grandi, που επανέλαβε την έκκλησή του προς την ελληνική κυβέρνηση για σαφείς δομές συντονισμού, με καλά καθορισμένους ρόλους και αρμοδιότητες για όλους τους φορείς.
Η Υ.Α. υπογράμμισε επίσης την ανάγκη να επιστρέφονται με αξιοπρέπεια στις χώρες καταγωγής τους οι άνθρωποι που διαπιστώνεται ότι δε χρήζουν διεθνούς προστασίας. Αυτό αποτελεί πολύ σημαντικό μέρος οποιουδήποτε αποτελεσματικού συστήματος ασύλου, ενώ είναι ουσιώδους σημασίας για την αξιοπιστία του.
«Η επιτάχυνση του ρυθμού και του αριθμού των ανθρώπων που έχουν μετεγκατασταθεί από την Ελλάδα σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες ή που έχουν επανενωθεί με την οικογένειά τους είναι επίσης πρωταρχικής σημασίας για τη βελτίωση της κατάστασης. Χρειάζεται περισσότερη αλληλεγγύη και επιμερισμός της ευθύνης μεταξύ όλων των κρατών στην Ευρώπη», δήλωσε ο Ύπατος Αρμοστής. Μέχρι τις 20 Μαρτίου, μόνο 10.000 αιτούντες άσυλο είχαν αποχωρήσει από την Ελλάδα προς άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
Η Υ.Α. απευθύνει έκκληση και για περισσότερες ευκαιρίες για τη διευκόλυνση της ένταξης των προσφύγων. «Έχει έρθει η ώρα να επενδύσουμε στην αυτονομία των αιτούντων άσυλο και στην τοπική ένταξη των προσφύγων στην Ελλάδα, ώστε να μπορούν να συνεισφέρουν καλύτερα στην κοινότητα υποδοχής τους», πρόσθεσε ο κ. Grandi.
Ένα χρήσιμο εργαλείο για τον σκοπό αυτό είναι η ενίσχυση της χρηματικής βοήθειας, δίνοντας σε οικογένειες που πληρούν τα κριτήρια προπληρωμένες κάρτες με ένα σταθερό ποσό μηνιαίως, το οποίο θα χρησιμοποιούν για να καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες, όπως επιπλέον φαγητό ή ρούχα, τόνισε. Περισσότερα παιδιά πρόσφυγες θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να παρακολουθούν μαθήματα σε κανονικά σχολεία, και όλοι οι πρόσφυγες θα πρέπει να έχουν καλύτερη πρόσβαση σε υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, μαθήματα γλώσσας και επαγγελματικού προσανατολισμού, καθώς και σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και εύρεσης εργασίας.