Ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας Δημήτρης Βίτσας, σε συνέντευξη που παραχώρησε σήμερα Τρίτη 18 Απριλίου 2017 στην τηλεοπτική εκπομπή του ΣΚΑΪ «ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ», μεταξύ άλλων ανέφερε: Για το δημοψήφισμα στην Τουρκία: «Δεν έχουμε κανένα λόγο να αναμειχθούμε στα εσωτερικά της Τουρκίας. Έχουμε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος το οποίο μπορεί να παράξει πολλά αποτελέσματα. Βεβαίως, θα […]
Ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας Δημήτρης Βίτσας, σε συνέντευξη που παραχώρησε σήμερα Τρίτη 18 Απριλίου 2017 στην τηλεοπτική εκπομπή του ΣΚΑΪ «ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ», μεταξύ άλλων ανέφερε:
Για το δημοψήφισμα στην Τουρκία:
«Δεν έχουμε κανένα λόγο να αναμειχθούμε στα εσωτερικά της Τουρκίας. Έχουμε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος το οποίο μπορεί να παράξει πολλά αποτελέσματα. Βεβαίως, θα τα παρακολουθήσουμε, ευχόμενοι να προσανατολιστεί η Τουρκία στη λύση των εσωτερικών της ζητημάτων, που είναι κεντρικά – με μια οικονομία η οποία δεν πάει καλά – και να αρχίσει να τα λύνει. Αυτό θέλει μια σταθερή και πολύ σώφρονα πολιτική, σε σχέση με τα προβλήματα που έχει με το σύνολο των γειτόνων της, γιατί τα τελευταία χρόνια η Τουρκία έχει αναπτύξει μια ρητορική, η οποία δεν βοηθάει τις εξωτερικές της σχέσεις.
»Βασικά ζητήματα είναι μετά το δημοψήφισμα, ο τρόπος που θα χειριστεί η εξουσία το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και ο τρόπος με τον οποίο θα προσπαθήσει, ο κύριος Ερντογάν και το κόμμα του, να συνενώσει εντός δημοκρατίας αυτού του είδους τις εξουσίες. Θα είναι πολύ σημαντικό για τις μελλούμενες εξελίξεις στην Τουρκία. Αν γίνει δημοψήφισμα για τη θανατική ποινή δεν είναι να ανησυχείς αλλά να λες ότι δεν πρέπει καν να γίνει τέτοιο δημοψήφισμα. Έχει να κάνει με το Διεθνές Δίκαιο, με τον τρόπο που έχει αναπτυχθεί ο δημοκρατικός και πολιτισμένος κόσμος. Για εμάς, προς το συμφέρον μας είναι μια Τουρκία δημοκρατική, με προσανατολισμό προς την Ευρώπη και με λογικές συνεργασίας.
»Το προηγούμενο διάστημα υπήρχε μια ρητορική έντασης με όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και πολλοί την αποδίδανε μόνο στο δημοψήφισμα. Όμως, κάθε φορά, αυτά που λες, σε παρασέρνουν, δηλαδή δημιουργούν μια κατάσταση σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης που μετά απαιτεί ορισμένα πράγματα. Άρα, το θέμα είναι πως θα το χειριστείς από δω και πέρα. Ορισμένες πρώτες δηλώσεις, ήταν συναφείς με τις προηγούμενες. Όσο πιο γρήγορα καταλαγιάσει αυτό το κλίμα, τόσο προς το συμφέρον της Τουρκίας και της Ευρώπης είναι. Αν η Τουρκία θεωρήσει ότι είναι «εθνική μαγκιά», το να πει ότι κόβει τις σχέσεις με την Ευρώπη ή ότι έχει μια μεγάλη αντιπαλότητα, αυτό δεν θα είναι προς το καλό της Τουρκίας και εξ αντανακλάσεως δεν θα είναι προς το καλό της σταθερότητας στην περιοχή.
»Το ζήτημα για την Τουρκία είναι πως θα συνενώσει σε μια κοινή βάση τους πάντες. Υπάρχουν οι ισλαμιστές, υπάρχουν οι κεμαλιστές, υπάρχουν οι Κούρδοι. Η κοινή βάση στις παρούσες συνθήκες είναι οι συνθήκες ζωής. Όποιος νομίζει, και το απέδειξε το δημοψήφισμα στην Τουρκία, ότι βάζοντας ζητήματα είτε θρησκευτικά είτε μεγαλοϊδεάτικα ότι με αυτό τον τρόπο μπορεί να πετύχει επιθυμητό αποτέλεσμα, νομίζω κάνει λάθος. Δεν υπάρχει κανένας λόγος, στον πολιτικό μας ή στον κοινωνικό μας λόγο να ευνοούμε ακραίες τάσεις. Δεν το λέω μόνο για την Τουρκία αλλά το λέω και για την Ευρώπη και για την Ελλάδα και παντού».
Σχετικά με την συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό:
«Η συμφωνία για το προσφυγικό δεν θα αλλάξει. Είναι και προς το συμφέρον της Τουρκίας και αυτό είναι το βασικό. Ελπίζω ότι θα επικρατήσει μεγαλύτερη ηρεμία και ειρήνη στο εσωτερικό της Τουρκίας, ιδιαίτερα στα ανατολικά της σύνορα. Από κει και πέρα ο τρόπος που θα εκφραστεί, ο τρόπος που θα συμπεριφερθεί, μετά το αποτέλεσμα, η εξουσία στην Τουρκία και με τόσο ισχυρό ποσοστό του «όχι», είναι κάτι το οποίο πρέπει κανείς να το παρακολουθεί αλλά δεν είναι για να βγάζει εύκολα συμπεράσματα».
Για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις:
«Η δική μας πολιτική απέναντι στην Τουρκία είναι σαφής: Η Κύπρος πρέπει να είναι ενιαίο ανεξάρτητο κράτος, χωρίς εγγυήτριες δυνάμεις. Είναι μια διαφορά που συζητιέται ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι εμείς θέλουμε ένα πλαίσιο συνεργασίας, φιλίας κλπ. Το τρίτο είναι ότι όλα αυτά πρέπει να γίνονται στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συμφωνιών. Δεν μπορούν να υπάρχουν πιθανότητες απειλής σε σχέση με την εθνική κυριαρχία».
Για τους εξοπλισμούς και τις αμυντικές δαπάνες:
«Ορίζουμε τη δική μας στρατηγική στη βάση τριών λέξεων, νηφαλιότητα, ετοιμότητα, αποφασιστικότητα. Από κει και πέρα η λογική ενός κυνηγητού εξοπλισμών δεν βγάζει πουθενά και επιβαρύνει το όλο κλίμα. Αλλά δεν υπάρχει και υποχωρητικότητα. Υπάρχουν και άλλες δυνατότητες και αυτές εφαρμόζουμε. Αυτές έχουν να κάνουν με το πώς διατάσσουμε συνολικά τις δυνάμεις μας ως προς την άμυνα, πως διαμορφώνουμε την εκπαίδευση και το πώς διαμορφώνουμε τα οπλικά συστήματα σε επίπεδο συντήρησης, αναβάθμισης και στοχευμένων αγορών αλλά όχι κυνήγι εξοπλισμών. Το κύριο είναι το διπλωματικό πεδίο και η διαμόρφωση μιας σταθερότητας στο εσωτερικό της χώρας μας, η οποία πρέπει να προέρθει μέσω της εξόδου της από την επιτροπεία.
»Στα ζητήματα της άμυνας και των εξοπλισμών έχουμε καταφέρει με τα λιγότερα δυνατά χρήματα να παράγουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Το 2009 είχαμε 6 δις ευρώ προϋπολογισμό για το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και το 2017 έχουμε 3 δις ευρώ. Υπάρχουν βέβαια και απαιτήσεις από τις συμμαχίες που συμμετέχουμε, που από τη μια μας λένε 2% του ΑΕΠ αμυντικές δαπάνες και από την άλλη μας λένε περικοπές. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο όριο συμπεριλαμβανομένων και των συντάξεων των στρατιωτικών. Καμία χώρα δεν τη βοηθάει, όταν είναι υπό επιτροπεία, να σχεδιάσει ένα στρατηγικό πλαίσιο. Άρα όσο πιο γρήγορα βγούμε από τα μνημόνια και με την κοινωνία όρθια, τόσο το καλύτερο. Η μείωση των μισθών των Αξιωματικών και των Υπαξιωματικών κατά την περίοδο των μνημονίων έχει ξεπεράσει το 35%, βέβαια αυτό δεν έχει συμβεί τα τελευταία δύο χρόνια αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Εγώ λαμβάνω υπόψη πως ζει ο άνθρωπος. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και με τους αποστράτους. Υπάρχουν ορισμένες αλλαγές τις οποίες προσπαθούμε να τις προωθήσουμε. Δηλαδή η ταχύτατα απόδοσης της σύνταξης. Επίσης έχουμε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα στρατιωτικών κατοικιών που στην ουσία σημαίνει μια ενίσχυση του μισθού».
Για τη στάση του ΔΝΤ:
«Το ζήτημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα υπάρχει από το 2015. Ήρθε η ώρα, 21-23 Απρίλη είναι η εαρινή σύνοδος, όπου πρέπει εκεί ή αμέσως ή μετά να παρθούν κάποιες αποφάσεις. Το χρέος, έτσι όπως είναι, δεν είναι βιώσιμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι συμφωνώ με το ΔΝΤ αν έρθει και πει, ότι για να γίνει αυτό χρειάζονται μια σειρά επιπλέον περικοπές κοινωνικών δαπανών κλπ. Αποδεχθήκαμε και διαπραγματευθήκαμε αυτά που θεωρούμε μέτρα και αντίμετρα, ότι μπορούμε να τα κάνουμε μετά το 2019, γιατί το 2017 και το 2018 δεν υπάρχουν κανενός είδους μέτρα. Εδώ, όμως, μας βγαίνει το κεντρικό πρόβλημα του χρέους για αυτό έχουμε πει ότι όλα αυτά πρέπει να είναι ένα πακέτο. Έχουμε μπροστά μας ένα ημερολόγιο πρόγραμμα: έρχονται τα τεχνικά κλιμάκια, λύνεται τεχνικά το ζήτημα της αξιολόγησης, πολιτικά έχει λυθεί. Κλείνει αυτό. Ορίζονται οι βασικές αρχές για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, γιατί τα βραχυπρόθεσμα έχουν ήδη παρθεί, μπαίνει στη διαδικασία της ποσοτικής χαλάρωσης και ενισχύεται το τραπεζικό σύστημα. Τελειώνουμε με τη μεγάλη δόση του 2017 το καλοκαίρι. Υπάρχει μια σταθερότητα, ένα κλίμα το οποίο μπορεί να βοηθήσει να πάμε στα κύρια, που είναι οι επενδύσεις και η ανεργία.
»Το επόμενο χρονικό διάστημα είναι αυτό, που ο καθένας για τον εαυτό του, πρέπει να πάρει αποφάσεις. Το ΔΝΤ πρέπει να πάρει την απόφαση πως θα συμμετέχει, αν θα συμμετέχει, στο πρόγραμμα. Έχουμε έναν πυκνό χρόνο αλλά τη δική μας τη δουλειά την έχουμε κάνει. Μέτρα και αντίμετρα, πάνε μαζί, ώστε να βρεθεί μια λύση για το χρέος και με αυτή τη λογική να προχωρήσουμε. Πάει όλο μαζί. Στη Βουλή θα έρθει, αυτό που πρέπει να έρθει στη βουλή. Μερικά πράγματα δεν χρειάζεται να έρθουν στη Βουλή αλλά τα μέτρα – αντίμετρα θα πρέπει να έρθουν όλα μαζί στη βουλή. Από κει και πέρα δεν ψηφίζεις αλλά συμφωνείς, για παράδειγμα για το μεσοπρόθεσμα. Εμείς σκεφτόμαστε, συζητάμε όλα τα ζητήματα που μπορούν να διαμορφώσουν την οικονομική βάση μιας πολιτικής για τη μείωση της ανεργίας. Η Παγκόσμια Τράπεζα συνήθως δραστηριοποιείται σε χώρες αναπτυσσόμενες και υπό όρους. Το μοναδικό πράγμα που δεν χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή είναι να φορτωθούμε και κάποιες άλλες δεσμεύσεις».