Από την Ευτυχία Παπούλια
Όποιος ορίζεται να ζήσει κι άλλο…κι άλλο… και δεν του φτάνει η μετρημένη του ζωή αυτόν εγώ -μα την αλήθεια- τον έχω για πολύ μωρό! Γιατί οι πολλές μέρες που μακραίνουν…φέρνουν τις λύπες πιο κοντά… Λυτρωτικός με όλους… ισότιμος… όταν σημαίνει ο θάνατος και γράφει τέλος σε γάμους… μουσικές…χορούς… (Αισχύλος ”Οιδίπους επί Κολωνώ”)
Το πρώτο μεγάλο μήνυμα της Ανάστασης είναι η εξαφάνιση του θανάτου. Μήνυμα χαράς για τον άνθρωπο, που φοβάται το θάνατο κι ο φόβος αυτός τον καταδιώκει και δηλητηριάζει την ύπαρξή του. Η Ανάσταση του ίδιου του Ιησού ως φυσικό γεγονός είναι κάτι που χωράει στα στενά όρια της ανθρώπινης λογικής λόγω και της θεϊκής του ιδιότητας.΄
Όμως η Ανάσταση του Λαζάρου ή της κόρης του Ιάειρου δε μοιάζει κάτι το αδιανόητο; Τη συμβολική σημασία της Ανάστασης του Ιησού, τον θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου, την αναγέννηση, την άνοιξη την έχουμε ακούσει άπειρες φορές. Αν όμως πάρουμε στην κυριολεξία την ανάσταση των δύο κοινών θνητών του Λαζάρου και της κόρης του Ιάειρου, δεν πρόκειται για κάτι το ασύλληπτο, το τρομακτικό; Για κάτι που δεν μπορεί, που δεν πρέπει να συμβαίνει;
Λέει κάπου ο Κύριος: ”Ο πιστεύων εις εμέ τα έργα ά εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει και μείζονα τούτων ποιήσει”. Ποιος όμως από μας που δε διαθέτουμε πίστη ούτε ”κόκκον σινάπεως” θα μπορέσει να αποκτήσει τόση πίστη ώστε να ποιήσει έργα μείζονα σαν εκείνων του Ιησού, να ασκήσει εξουσία στο φυσικό θάνατο και να δώσει μια λυτρωτική απάντηση ακριβώς σ΄ αυτό που κάνει τη ζωή μας ένα αέναο μαρτύριο στον φόβο του θανάτου;
Και τι είναι αυτή η πίστη που έδινε στον Ιησού τη δύναμη να νικήσει το θάνατο, τον δικό του και των άλλων και που εμείς δε μπορούμε να αποκτήσουμε; ΄Οταν λέμε ότι πιστεύουμε, έχουμε επίγνωση, νιώθουμε την πίστη μας να κατακλύζει την ύπαρξή μας; Πώς την εννοούμε αυτή την πίστη;
Κάποιος μελετητής της Διδασκαλίας του Ιησού ,όχι κληρικός ή θεολόγος αλλά από αυτούς που αναλύουν τα γεγονότα θωρώντας τα από απόσταση, είπε πως όταν η ανθρωπότητα ανακαλύψει τη δύναμη της πίστης, η ανακάλυψη αυτή θα είναι ανάλογη με κείνη της ατομικής ενέργειας… Και ίσως εδώ θα μπορούσαμε να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα, που δε έχει τεθεί: Γιατί ο Ιησούς δεν ανέστησε κι άλλους νεκρούς μια και είχε τη δύναμη; Και γιατί δε θεράπευσε κι άλλους, ενδεχομένως όλους τους αρρώστους;
Ας μεταφέρουμε όμως το ερώτημα στη δική μας πραγματικότητα: Τι θα γινόταν αποκτούσαμε ξαφνικά αυτή την υπερβολική πίστη και συντρίβαμε τον θάνατο και τις ασθένειες που τον προκαλούν;
Πώς θα ήταν ο κόσμος μας, αν κανείς μας δεν πέθαινε; Θα ξορκίζαμε τότε τον θάνατο ή μήπως την ίδια τη ζωή όπως θα είχε διαμορφωθεί; Γιατί λοιπόν αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια να γαντζωθούμε απ΄ τη ζωή όταν ”πρέπει” να φύγουμε; Δεν είναι λοιπόν απλά μωρός κατά τον Αισχύλο αυτός που δεν του αρκεί η μετρημένη του ζωή αλλά και άπληστος!
Κι εδώ ο συσχετισμός της δύναμης της πίστης με κείνη της ατομικής ενέργειας δεν είναι τόσο άστοχος. Η δυνατότητά μας μέσα από την υπερβατική πίστη να είμαστε αιώνιοι θα αντιστοιχούσε με έναν ιδιότυπο αφανισμό της ανθρωπότητας εξίσου βάρβαρο με εκείνον της ατομικής ενέργειας.
Κι όταν η ζωή μας είναι ”μετρημένη”, οριοθετημένη, κάθε προσπάθεια να την παρατείνουμε συντηρώντας ένα σώμα που το έχουν εγκαταλείψει όλες οι πνευματικές του λειτουργίες δε συνιστά σεβασμό της ανθρώπινης ζωής αλλά τον ευτελισμό της.
Κι αυτό το θλιβερό προνόμιο να συμβιβαστούμε με το πεπερασμένο της ύπαρξής μας το έχει μόνο ο άνθρωπος. Δείτε με πόση αξιοπρέπεια πεθαίνει το γατάκι στην άκρη του δρόμου χτυπημένο από το αυτοκίνητο… ή το άρρωστο αδέσποτο που χωρίς καμία κραυγή πόνου ξεψυχάει αβοήθητο…
Όχι, δεν υπερασπίζομαι την ευθανασία αλλά τον σεβασμό εκείνης της ώρας, που κάποιος ενώ είναι κοντά μας έχει ήδη μπει στη βάρκα για την απέναντι όχθη…