του Μίμη Νάτσιου
«Η Καλύτερη Στιγμή τους» (Their Finest)
(ΚΟΜΕΝΤΙ, 117’/ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: LONE SCHERFIG / ΣΕΝΑΡΙΟ: GABY CHIAPPE ΠΑΙΖΟΥΝ: GEMMA ARTERTON, SAM CLAFLIN, BILL NIGHY / ΧΩΡΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: Μ.ΒΡΕΤΑΝΙΑ)
Είμαστε στο 1940 στο καθημερινά βομβαρδιζόμενο Λονδίνο. Το ηθικό των Βρετανών βρίσκεται στο ναδίρ, όταν η Κατρίν (Gemma Arterton) προσλαμβάνεται ως σεναριογράφος από το βρετανικό Υπουργείο Ενημέρωσης. Ο στόχος της βρετανικής προπαγάνδας είναι μία ταινία που θα ανυψώσει το πεσμένο ηθικό του λαού, αλλά και θα ωθήσει τις ΗΠΑ να μπουν και αυτές στον πόλεμο.
Η Κατρίν καλείται να πάει μέχρι τη Μάγχη και να ελέγξει μια ιστορία, η οποία προορίζεται για σενάριο. Πολύ γρήγορα θα ανακαλύψει ότι η πραγματικότητα για τον πόλεμο δεν είναι αυτή που περιγράφουν τα Μέσα. Αυτή είναι η πρώτη από μια σειρά αποκαλύψεων που θα κάνει, όσο η ταινία, αλλά και ο πόλεμος συνεχίζονται.
«Η καλύτερη στιγμή τους» είναι, κατά πρώτον, μια ταινία για τον κινηματογράφο, για τον τρόπο που γράφονται τα σενάρια και γυρίζονται οι ταινίες. Είναι ταυτόχρονα μια ταινία για την προπαγάνδα του πολέμου, καθώς προβάλλει το γεγονός ότι η πλευρά των νικητών ανταγωνίστηκε την εποποιία των Γκέμπελς-Ρίφενσταλ με παραγωγή ταινιών, οι οποίες κινητοποιούσαν το θυμικό του βρετανικού και του αμερικανικού κοινού.
Είναι μια ταινία για τους Βρετανούς, οι οποίοι μπορούν να μιλούν για την πιο δύσκολη στιγμή τους φλεγματικά και με αυτοσαρκαστικό χιούμορ. Είναι, ακόμη, μια ταινία για τη γυναίκα, η οποία διεκδικεί τη θέση που της αξίζει. Αλλά, πάνω από όλα, είναι μια ταινία για την πραγματικότητα, στην οποία συμβαίνουν πολλά βαρετά πράγματα· όχι σε μια παραλία κάτω από την πανσέληνο, ούτε στο μέτωπο του πολέμου, αλλά μέσα σε άβολα γραφεία και άχαρα στούντιο. Και για αυτό είναι πολύ σύγχρονη.
Από την άλλη πλευρά, σενάριο και σκηνοθεσία δείχνουν ότι έχουν στόχο να τα πουν όλα. Η Δανέζα σκηνοθέτιδα Lone Scherfig -την οποία γνωρίσαμε από το «Μια κάποια εκπαίδευση» και το «Μια Ημέρα»- ισορροπεί πολύ καλά ανάμεσα στο τραγικό και στο κωμικό, αλλά αφήνει στον θεατή μια απορία: μήπως έπρεπε να αφαιρέσει έναν από τα πολλούς στόχους της, για να γίνει η ταινία ακόμη καλύτερη;
Η αποτίμηση είναι σίγουρα θετική, επειδή πρόκειται για καλογυρισμένη ταινία, η οποία δεν κουράζει και αφήνει τον θεατή να κρατήσει ό,τι επιθυμεί.
Η Gemma Arterton είναι αριστοκρατική, γοητευτική και πανέξυπνη, στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όπως και ο απολαυστικός Bill Nighy στον ρόλο του βετεράνου ηθοποιού, ο οποίος γίνεται επίσης πρωταγωνιστής, επειδή, όπως εύστοχα λέει στη σεναριογράφο: «εμείς οι δύο είμαστε εδώ σήμερα, επειδή οι νέοι άντρες λείπουν ή πεθαίνουν στον πόλεμο».
Είναι, τελικά, μια ταινία βασισμένη σε αληθινή ιστορία; Βγαίνοντας από την αίθουσα αυτό δεν απασχολεί τον θεατή. Γνωρίζει πλέον πολύ καλά ότι είναι βασισμένη σε εκατοντάδες πραγματικές ιστορίες. Στόχος της ταινίας, σήμερα, δεν είναι να ανεβάσει το ηθικό, αλλά να δημιουργήσει καλές στιγμές στον θεατή της. Καλές στιγμές που μπλέκονται με αναμνήσεις. Και αυτή η ταινία το καταφέρνει αυτό, όπως είχε καταφέρει τον στόχο της «η ταινία μέσα στην ταινία» 70 χρόνια πριν.
«Ciao amore… Dalida» (Dalida)
(ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ, 124’/ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ/ ΣΕΝΑΡΙΟ: LIZA AZUELOS ΠΑΙΖΟΥΝ: SVEVA ALVITI, RICCARDO SCAMARCIO, JEAN-PAUL ROUVE ΧΩΡΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: ΓΑΛΛΙΑ)
Η Yolande Christina Gigliotti, ένα κοριτσάκι ιταλικής καταγωγής, ξεκινά από το Κάιρο για να εξελιχθεί στην “Dalida”,την απόλυτη diva του Παρισιού και να κατακτήσει την παγκόσμια μουσική σκηνή.
Παραμένει στην κορυφή αλλάζοντας μουσικά στυλ και προσαρμοζόμενη στις ανάγκες κάθε εποχής, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘50 μέχρι τη δεκαετία του ‘80. Ενώ, όμως, κατακτά την αγάπη του κοινού, η ίδια επιζητά μια ήσυχη οικογενειακή ζωή δίπλα σε έναν άντρα. Μια ζωή, όμως, την οποία δεν βρίσκει, καθώς οι σχέσεις της καταλήγουν σε τραγωδία.
Όπως λέει χαρακτηριστικά: «κυνηγώ συνεχώς την ευτυχία, αλλά παραμονεύει ο θάνατος». Μετά την αυτοκτονία ενός πρώην συζύγου και δύο πρώην συντρόφων της, αυτοκτονεί και η ίδια σε ηλικία 54 ετών, γιατί η ζωή της κατέληξε ανυπόφορη. Και μένει στην ιστορία ως η απόλυτη femme fatale.
Η αναπαράσταση των δεκαετιών είναι καλή, τα τραγούδια της Dalida συνεχίζουν να ακούγονται με ευχαρίστηση από τη βαθιά φωνή της. Μπορεί κάποιος να κάνει ενδιαφέρουσες συγκρίσεις ανάμεσα στην εποχή, στην οποία η μεγάλη καλλιτέχνιδα τραγουδά ακίνητη με ένα μικρόφωνο, μέχρι την εποχή του ethnic disco show. Αλλά μέχρι εκεί.
Η Liza Azuelos -που υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία- προσπαθεί να χωρέσει όλα τα highlights της πολυτάραχης ζωής της, χωρίς, όμως, να εμβαθύνει πουθενά. Ούτε στη σχέση με τον πατέρα της, ούτε με κάποιον από τους συντρόφους, ούτε με κάποια καλλιτεχνική επιτυχία της στο τραγούδι ή τον κινηματογράφο.
Δεν εμβαθύνει καν στη σχέση με τον αδελφό της και μάνατζερ της, στου οποίου το βιβλίο έχει βασιστεί το σενάριο. Έτσι καταλήγουμε σε ένα αποτέλεσμα, που μοιάζει με playlist του you tube.
Η Sveva Alviti είναι γοητευτικότατη, μοιάζει πολύ με την Dalida στα νιάτα της, αλλά όσο μεγαλώνει και η ταινία προχωρά, αποτυγχάνει να αποδώσει την απόσταση μεταξύ της καλλιτεχνικής επιτυχίας και της προσωπικής δυστυχίας. Αν κάποιος, λοιπόν, είναι θαυμαστής της Dalida ή της εποχής της, αξίζει να περάσει 124 λεπτά μέσα στην αίθουσα· σε διαφορετική περίπτωση υπάρχουν και καλύτερες ταινίες.