Ο Πρωθυπουργός είναι σαφής: «Η Ελλάδα αποτελεί σήμερα μια μοναδική περίπτωση οικονομικής εξισορρόπησης. Το αναγνωρίζουν όλοι οι εταίροι μας και αυτό δικαιώνει ηθικά το αίτημά μας για μια δίκαιη λύση στο ζήτημα του ελληνικού χρέους. Τηρήσαμε στο ακέραιο τις δεσμεύσεις μας και προσδοκούμε από τους εταίρους να σεβαστούν επιτέλους τις θυσίες του ελληνικού λαού με μια συνολική συμφωνία που θα βγάζει τη χώρα από την ομηρεία και την εκκρεμότητα. Μόνο έτσι θα αρθεί οριστικά η αβεβαιότητα γύρω από την ελληνική οικονομία και θα σταλεί στη διεθνή επενδυτική κοινότητα το μήνυμα ότι η Ελλάδα επιστρέφει στην κανονικότητα.
Επιπλέον, μια σαφής λύση με χρονικό βάθος θα δημιουργήσει τον καθαρό δημοσιονομικό δρόμο που θα επιτρέψει μια πιο επεκτατική αναπτυξιακή πολιτική και στοχευμένες, προωθητικές φοροελαφρύνσεις. Θέλω, όμως, να είμαι πολύ σαφής ως προς τις δίκαιες διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς σε αυτή την πολύ δύσκολη διαπραγμάτευση. Και λέω δίκαιες διότι όπως γνωρίζετε από τη δική μας μεριά κάναμε μια μεγάλη υποχώρηση. Δεχτήκαμε να νομοθετήσουμε την αλλαγή του δημοσιονομικού μείγματος για το 2019 – 2020 ώστε να καλυφθεί η μια από τις δύο προϋποθέσεις που θέτει το ΔΝΤ για τη συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα.
Και ξέρετε βεβαίως ποια είναι η δεύτερη προϋπόθεση. Η ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Ο προσδιορισμός των μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα υλοποιηθούν μετά τη λήξη του προγράμματος. Και τώρα είναι καθήκον της Ευρώπης να ικανοποιήσει αυτή τη συνθήκη. Διότι ήταν η ίδια η Ευρώπη, ή μάλλον κάποιοι από τους εταίρους μας, που απαιτούν τη συμμετοχή του Ταμείου. Και αυτή η συμμετοχή δεν μπορεί να είναι a’ la carte. Δεν μπορεί να λέμε δηλαδή ναι στις μεταρρυθμίσεις και στα μέτρα και όχι στο χρέος. Δεν γίνεται να θέλουμε και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.
Πολλοί και πολλές αναρωτιέστε εξάλλου για ποιο λόγο δεν στάθηκε εφικτή μια συνολική συμφωνία προχθές στη συνεδρίαση του EG. Και η απάντηση είναι σαφής: Διότι υπήρξε μια προσπάθεια να προωθηθεί και πάλι μια θολή λύση. Μια λύση μετάθεσης του προβλήματος. Μια λύση που δεν αντιστοιχούσε στο οικονομικό κλίμα, στα δημοσιονομικά αποτελέσματα της ελληνικής οικονομίας αλλά ούτε και στις θυσίες του ελληνικού λαού. Μια λύση που δεν έδινε οριστικό τέλος στις αμφιβολίες για τη συμμετοχή ή μη του ταμείου. Διότι εμπεριείχε μεν μια πρόταση ρύθμισης του ελληνικού χρέους αλλά αυτή δεν ήταν αρκετή. Και δεν ήταν αρκετή κυρίως διότι έδινε πάτημα για τη συνέχιση της επαμφοτερίζουσας στάσης του Ταμείου.
Και να τονίσω εδώ: δεν ήμασταν μόνο εμείς που δεν θεωρήσαμε αυτή την πρόταση αρκετή. Ήταν και πολλοί από τους εταίρους μας. Διότι είναι πολλοί εκείνοι που αναγνωρίζουν ότι αυτή η ασάφεια δεν μπορεί να συνεχιστεί. Ότι η Ελλάδα και η Ευρώπη χρειάζονται αυτή τη στιγμή μια καθαρή λύση. Μια λύση που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα επιλύει το γόρδιο δεσμό.
Και από τη δική μας πλευρά προτείνουμε μια καθαρή διέξοδο: Μια πρόταση ρύθμισης του ελληνικού χρέους που θα αποτελεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Για την Ελλάδα, για τη Γερμανία, για το Ταμείο, αλλά και για όλες τις υπόλοιπες χώρες της ΕΖ και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και σε αυτή την προσπάθεια δεν γίνεται παρά να απαιτούνται υποχωρήσεις από όλες τις πλευρές. Εμείς έχουμε κάνει τις δικές μας. Τώρα είναι η ώρα και για τη Γερμανία και για το Ταμείο να κάνουν τις δικές τους. Και έχω τη βαθειά πεποίθηση ότι στις τρεις εβδομάδες που απομένουν όλοι θα αρθούν στο ύψος της περίστασης και θα κάνουν ό,τι χρειάζεται ώστε επιτέλους μετά από μια επταετία να ανοίξει για τα καλά ο δρόμος για την έξοδο από τη μνημονιακή επιτροπεία. Και αυτό το δικαιούται η χώρα μας».