Ο γνωστός πεζογράφος Χρήστος Χωμενίδης πήρε 12 στην έκθεση, ενώ περίμενε 20!
Με μια υπέροχη ανάρτηση του στο Facebook μοιράστηκε τις αναμνήσεις από τις δικές του εξετάσεις για το πανεπιστήμιο.
Ήταν στις Πανελλαδικές του 1985, όταν οι λέξεις «αρωγή» και «ευδοκίμηση» στο θέμα της έκθεσης πάγωσαν εξεταζόμενους, γονείς, σχεδόν ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Oλόκληρη η ανάρτηση:
ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ ΤΗΣ ΣΑΒΑΝΑΣ
Κάθε χρόνο, όσα χρόνια και να περάσουν, την ημέρα που ανακοινώνονται οι επιτυχόντες στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ, θα μου έρχεται ξανά η ίδια εικόνα: Ο έφηβος εαυτός μου, άγρυπνος όλη νύχτα, πάνω σε μια ξαπλώστρα στη βεράντα, να καπνίζει αρειμανίως, να ακούει με τα ακουστικά Pink Floyd και Rolling Stones και σαν τον μελλοθάνατο να περιμένει την εκτέλεση. Στην Έκθεση Ιδεών ανέκαθεν αρίστευα.
Οι καθηγητές επαινούσαν το πλούσιο λεξιλόγιο και την καλπάζουσα φαντασία μου, δεν έμπαιναν –φευ- στον κόπο να της βάλουν χαλινάρι. Για φροντιστήριο ούτε λόγος – είχα διαβάσει μια φορά διαγωνίως τα δοκίμια που διδάσκονταν οι συμμαθητές μου για να εμπλουτίσουν δήθεν τη σκέψη τους και μου είχαν φανεί πληκτικότατα – ποιός Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, χλεύαζα, όταν υπάρχουν οι σουρρεαλιστές;
Είχα τέτοια πεποίθηση πως θα έπαιρνα 20 στην Έκθεση, ώστε αδιαφόρησα για τη γραμματική των Αρχαίων η οποία σου έδινε 4 μονάδες – «δεν τις χρειάζομαι!» αποφάνθηκα αλλαζονικά. Αποστήθισα την Ιστορία και τα Λατινικά και έσπευσα στο εξεταστικό κέντρο για να εκπορθήσω την Νομική Αθηνών. Με την εκφώνηση του θέματος στην Έκθεση βεβαιώθηκα για τον επικείμενο θρίαμβό μου. Αντίκρυσα στα γύρω θρανία υποψηφίους να τα χάνουν – δεν ήξεραν τι σήμαινε «αρωγή», και για την «ευδοκίμηση» ακόμα είχαν αμφιβολίες.
Μισή ώρα αργότερα, το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να εξηγήσει το νόημα των δύο λέξεων. Είδα παιδιά να μουτζουρώνουν πανικόβλητα ό,τι είχαν μέχρι τότε γράψει, ιδίως εκείνα τα οποία νόμιζαν πως η αρωγή σχετιζόταν με τα άροτρα. Εγώ γέμιζα ήδη την δεύτερη σελίδα. Αντιλαμβάνεστε την ψυχρολουσία μου όταν, τρεις εβδομάδες αργότερα, αντίκρυσα τα τοιχοκολλημένα αποτελέσματα. Αμφότεροι οι διορθωτές με είχαν κρίνει άξιο του βαθμού 12. Μετά το αρχικό σοκ, στοιχημάτιζα ότι επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος.
Την μεθεπομένη υπέβαλα αίτηση αναβαθμολόγησης του γραπτού μου. Ανταποκρίθηκαν άμεσα. Τέλη Ιουνίου πληροφορήθηκα την κρίση του τρίτου εξεταστή: 12 και εκείνος. 12 με τόνο! «Μα τι τους έγραψες; Στίχους του Εμπειρίκου; Αποφθέγματα του Όσκαρ Ουάιλντ;» «Κάθε άλλο! Σου ορκίζομαι, μαμά, ότι τους φλόμωσα στις κοινοτοπίες. Και την μόλυνση του περιβάλλοντος καυτηρίασα και την ευθύνη των νέων υπογράμμισα!» «Δεν τους έπεισες…».
Η ήττα μου απέκτησε ευτράπελη διάσταση με την ανακοίνωση των βάσεων. Για να εισαχθείς στην Νομική Κομοτηνής, έπρεπε να συγκεντρώνεις 1647 μόρια. Εγώ είχα 1646! Αισθάνθηκα σαν να’χε κλείσει ο Νώε την μπουκαπόρτα ακριβώς μπροστά μου και να είχα αφεθεί έρμαιος στον κατακλυσμό, παρέα με τα είδη προς εξαφάνισιν, τους δεινοσαύρους και τα μαμούθ… Από τον θάνατο του πατέρα μου, έξι χρόνια νωρίτερα, μού έλεγαν ότι το δικηγορικό γραφείο του με περίμενε για να μου εξασφαλίσει ένα άνετο επαγγελματικό ξεκίνημα. Ιδού που εγώ είχα αποδειχθεί ανάξιος του.
Πώς θα πορευόμουν αν αποτύγχανα και την επόμενη χρονιά; Θα αφαίμαζα τη μάνα μου για να σπουδάσω στο εξωτερικό; Θα πήγαινα στρατό; Διάβασα συνεπαρμένος την «Βάρδια» του Καββαδία και αποφάσισα πως έτσι και τα ξανασκάτωνα, θα μπάρκαρα. Κατέβηκα στον Πειραιά και εξέδωσα ναυτικό φυλλάδιο. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί κατά πόσον οι Πανελλαδικές του 1985 με ωρίμασαν. Εάν γενικά ωφελεί να τρως κάπου τα μούτρα σου σε νεαρή ηλικία, ώστε να αντιλαμβάνεσαι έμπρακτα τους κινδύνους της οίησης και την παντοδυναμία της τύχης.
Έχω γνωρίσει ανθρώπους που μια πρώιμη ήττα τούς έκαμψε ανίατα την αυτοπεποίθηση και ξύνουν μέχρι τα γεράματα το ανεπούλωτό τους τραύμα. Έχω συγκρίνει όμως και τα λιοντάρια του ζωολογικού κήπου με εκείνα της σαβάνας. Τα μεν καλοθρεμμένα, με στιλπνή γούνα πλην νωθρά και μαλθακά. Τα δε γεμάτα ουλές, με δαγκωμένα αυτιά, συχνά μονόφθαλμα από τη μάχη για την επιβίωση.
Ασύγκριτα πιο ερωτεύσιμα.-