Αδιανόητα είναι τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, για τα προβλήματα και την φτώχεια που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες.
Το 35,6% του πληθυσμού της Ελλάδας (3.789.300 άτομα) βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού το 2016.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (39,7%) και εκτιμάται για τους Έλληνες σε 38% και για τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα σε 59,7%.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιµώνται σε 832.065 σε σύνολο 4.168.784 νοικοκυριών και τα µέλη τους σε 2.262.808 στο σύνολο των 10.651.929 ατόµων του πληθυσμού της χώρας.
Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 26,3%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση µε το 2015. Ο κίνδυνος φτώχειας για άτοµα ηλικίας άνω των 65 ετών ανέρχεται σε 12,4% παρουσιάζοντας μείωση κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση µε το 2015.
Αύξηση σε σχέση µε το 2015 σημείωσε το ποσοστό του πληθυσμού που απειλείται από τη φτώχεια ως προς το σύνολο του πληθυσμού, στη περίπτωση των:
*Εργαζομένων γυναικών κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες (12,3%)
*Ανέργων κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες (47,1%). Η αύξηση αφορά και τα δύο φύλα, µε μεγαλύτερη αυτή των γυναικών
*Νοικοκυριών µε δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες (32%)
*Νοικοκυριών µε δύο ενήλικες κάτω των 65 ετών κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες (20,1%)
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή µη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιµο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 52,9%, ενώ όταν περιλαμβάνονται μόνον οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα μειώνεται στο 25,2%. Αναφορικά µε τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το ΕΚΑΣ, το επίδοµα μακροχρόνια ανέργων κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές.
Τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 4,0 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 27,7 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 31,7 ποσοστιαίες μονάδες.
Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) αποτελούν το 34,1% του συνολικού διαθέσιµου εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 86,9%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 13,1%.
Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση µε τους ανέργους και τους οικονοµικά µη ενεργούς (νοικοκυρές κ.λπ.).
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους ανέρχεται σε 14,1% και σε σχέση µε το 2015 εµφανίζεται στα ίδια επίπεδα στην περίπτωση των ανδρών, ενώ είναι αυξημένο στην περίπτωση των γυναικών (15,3% και 12,3% αντίστοιχα). Για τους ανέργους, , ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 47,1%, παρουσιάζοντας σηµαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (51,9% και 42,4% αντίστοιχα).
Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονοµικά µη ενεργοί (µη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) έχει μειωθεί κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες και ανέρχεται σε 25,4%. Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους µε πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 12,2%, ενώ για τους εργαζομένους µε μερική απασχόληση ανέρχεται σε 30,3%.
Σε σύγκριση με άλλες χώρες που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το 2016, η Ελλάδα βρίσκεται στην 3η χειρότερη θέση (35,6%) για τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, μετά από τη Βουλγαρία (40,4%) και τη Ρουμανία (38,8%).
Ακολουθούν, η Λετονία (28,5%), η Ισπανία (27,9%), η Ουγγαρία (26,3%), το Βέλγιο (20,7%), η Αυστρία (18%) και η Φινλανδία (16,6%).