Επιστολή με την οποία εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν θα παραβρεθεί στην προανακριτική επιτροπή της Βουλής που ερευνά ενδεχόμενη τέλεση των αδικημάτων της απιστίας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατά την υπογραφή εξοπλιστικών συμβάσεων, έστειλε ο πρώην υπουργός Εθνική Άμυνας, Γιάννος Παπαντωνίου.
Χαρακτηρίζει την συμμετοχή του στην Επιτροπή «άνευ αντικειμένου», γιατί δεν θα εξεταστεί η ουσία της υπόθεσης «για ενδεχομένως εύλογους νομικούς λόγους».
«Δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη, ή ίχνος στοιχείου, στις υπό εξέταση δικογραφίες για ενέργειες ή παραλείψεις μου που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως έστω ελάχιστα αποκλίνουσες από την αυστηρή τήρηση της νόμιμης υπηρεσιακής διαδικασίας», τονίζει μεταξύ άλλων ο πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Διαβάστε ολόκληρη την επιστολή
Προς τον Πρόεδρο της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής κ. Νικόλαο Παρασκευόπουλο
Κύριε Πρόεδρε,
Ευχαριστώ για την πρόσκληση να παραστώ στην συνεδρίαση της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής τη Δευτέρα 26 Ιουνίου. Το γεγονός, όμως, ότι επιλέξατε να μην εξετάσετε την ουσία της υπόθεσης – για ενδεχομένως εύλογους νομικούς λόγους – καθιστά την συμμετοχή μου άνευ αντικειμένου. Θα ήταν, ασφαλώς, προτιμότερο, για τη διαφύλαξη του κύρους του Κοινοβουλίου, αν αυτοί οι νομικοί λόγοι είχαν ληφθεί υπόψη πριν η κυβερνητική πλειοψηφία αποφασίσει, με τυμπανοκρουσίες, να συγκροτήσει την Επιτροπή. Περιορίζομαι, κατά συνέπεια, σε ορισμένες γενικές επισημάνσεις.
Οι εκτιμήσεις περί απωλειών ή μείωσης κερδών του ελληνικού δημοσίου από την υλοποίηση των Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων (Α/Ω) στις συγκεκριμένες συμβάσεις που συvάφθηκαν επί υπουργίας μου είναι αυθαίρετες και, επιπλέον, δεν έχουν υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο, ή ο έλεγχος δεν έχει ολοκληρωθεί, ώστε να αντληθούν συμπεράσματα σχετικά με τη βασιμότητά τους.
Οι εκτιμήσεις εστιάζονται κυρίως στην «πλημμελή εφαρμογή των κανόνων επιμελούς διαχείρισης» και, κατά συνέπεια, αφορούν – στο μέτρο που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα – περίπου στο σύνολό τους το στάδιο υλοποίησης κατά τη διάρκεια άλλων υπουργικών θητειών μετά την αποχώρησή μου από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Ακόμα και αν ορισμένες από τις υποθετικές απώλειες μπορούν να συναρτηθούν με την ίδια την σύναψη των συμβάσεων, οι όροι των συμβάσεων προκύπτουν, βάσει του ισχύοντος νόμου, από (κατά κανόνα) ομόφωνες εισηγήσεις υπηρεσιακών οργάνων. Ευθύνη υπουργού μπορεί να συναχθεί, στην υποθετική περίπτωση που υπάρχει αμφισβήτηση της ορθότητας των όρων, μόνο αν ο υπουργός παραβλέψει αντίθετη – έστω μειοψηφική – εισήγηση από αρμόδια όργανα, είτε ασκήσει επιρροή σε υπηρεσιακούς παράγοντες για αλλαγή των όρων κατά τρόπο που λειτουργεί υπέρ συμφερόντων ξένων προς το ελληνικό Δημόσιο.
Δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη, ή ίχνος στοιχείου, στις υπό εξέταση δικογραφίες για ενέργειες ή παραλείψεις μου που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως έστω ελάχιστα αποκλίνουσες από την αυστηρή τήρηση της νόμιμης υπηρεσιακής διαδικασίας.
Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της μακράς υπουργικής μου θητείας σε κρίσιμους τομείς κυβερνητικής δραστηριότητας, διαχειρίστηκα ευαίσθητα θέματα, όπως η υποτίμηση της δραχμής το Μάρτιο του 1998 – ενόψει της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση -, και μεγάλες συμβάσεις, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, με άψογο και υποδειγματικό τρόπο. Προσπάθειες «ενοχοποίησής» μου μέσω των κατασκευασμένων εκτιμήσεων που επιχειρούνται στις συγκεκριμένες δικογραφίες είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν, πέρα και ανεξάρτητα από το θέμα της αποσβεστικής προθεσμίας.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, που εν προκειμένω ήταν η υποτιθέμενη τέλεση από μέρους του της προαναφερόμενης απιστίας περί την υπηρεσία σε βάρος του Δημοσίου. Η απόλυτη ανυπαρξία ένδειξης, ή ίχνους στοιχείου, οδήγησε στην ακόλουθη παραδοξότητα: Την επίκληση, ως μοναδικού τεκμηρίου για Βάσιμες υπόνοιες διενέργειας παράνομων πληρωμών προς τον υπογράφοντα, ότι ήταν «εκείνος που εισηγήθηκε υπέρ της επιλογής (του οπλικού συστήματος) προς το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας, το οποίο αποφάσισε την προμήθειά του».
Δηλαδή ο υπουργός ο οποίος εισηγείται ως καθ’ ύλην αρμόδιος – μετά από επεξεργασία ετών από τις αρμόδιες υπηρεσίες και την σύμφωνη γνώμη όλων των παραγόντων όπως επιβεβαιώνεται από τις υπογραφές τους – τη λήψη απόφασης από συλλογικό κυβερνητικό όργανο για μια σύμβαση, καθίσταται αυτομάτως βασικός ύποπτος για δωροληψία (!). Δεν χρειάζεται, κατά την πρωτοφανή αυτή αντίληψη, να συντρέχει καμία άλλη προϋπόθεση ή, έστω, μαρτυρία.
Καθίσταται φανερό ότι η προσφυγή σε «επιχειρήματα» αυτής της ποιότητας δεν εντάσσεται σε μια έντιμη προσπάθεια αναζήτησης της αλήθειας. Πρόκειται για συκοφαντική δυσφήμηση που υπηρετεί φαύλες πολιτικές σκοπιμότητες.
Γιάννος Παπαντωνίου
Πρώην Υπουργός
Πρόεδρος Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής