Από την Ηρώ Μητρούτσικου
Βάκχαι
Οι «Βάκχες» (407 π.Χ) του Ευριπίδη (480-406πΧ), γράφτηκαν στην Μακεδονία (ίσως για να για να διδαχτούν σε δραματικούς αγώνες εκεί), ενώ στην Αθήνα σκηνοθετήθηκαν από τον γιο του συγγραφέα, το 405 π.Χ.
Το έργο εξιστορεί την έλευση του Βάκχου (Διονύσου) στη Θήβα. Το ίδιο θέμα είχε πραγματευτεί και ο Αισχύλος σε μια τετραλογία, η οποία περιείχε μια τραγωδία με τον τίτλο «Πενθεύς». Στο έργο του Ευριπίδη, συνυπάρχουν το τραγικό, το δραματικό και το θεατρικό στοιχείο. Μια καινούργια θρησκεία απειλεί, μια νέα δύναμη εισχωρεί, η οποία θέλει να επιβάλει τη δική της λατρεία. Είναι το μοναδικό έργο της αρχαιότητας, όπου ο Διόνυσος πρωταγωνιστεί ως ανθρωποποιημένος Θεός.
Υπόθεση:
Ο Διόνυσος, γιος του Δία και της κόρης του Κάδμου Σεμέλης, φτάνει στη Θήβα με ανθρώπινη μορφή, για να επιβάλει τη λατρεία του. Οι κόρες του Κάδμου αμφισβητούν τη θεϊκή του καταγωγή, αυτός τις τρελαίνει και -ως μαινάδες πια- πηγαίνουν και παραμένουν στο Κιθαιρώνα λατρεύοντας τον. Ο νεαρός βασιλιάς Πενθέας, εγγονός του Κάδμου και γιος της Αγαύης, αποφασίζει να στραφεί ενάντια στις μαινάδες, καθώς η έλευση της νέας θρησκείας εξισώνει τους πάντες –νυν και πρώην βασιλιάδες, θεούς και δούλους, γυναίκες και άνδρες– σε έναν κόσμο συμφιλίωσης του ανθρώπου με τα πιο ζωώδη, αλλά και αγνά του ένστικτα… Ως απόλυτος άρχων, ο Πενθέας συλλαμβάνει τον Διόνυσο, ακολούθως μεταβαίνει στο βουνό, αλλά εκεί οι μαινάδες, με πρώτη τη μητέρα του Αγαύη, τον διαμελίζουν. Η Αγαύη επιστρέφει θριαμβευτικά στην πόλη, όπου ο γέρος πατέρας της την κάνει να συνειδητοποιήσει τι έπραξε. Το έργο κλείνει με την εμφάνιση του Διονύσου ως Θεού και το μένος που πέφτει στην περιοχή. Δεν υπάρχει πρόσωπο στο έργο που δεν θα μεταμορφωθεί, ο ίδιος ο Θεός μεταμορφώνεται από ζώο σε θνητό, ο Πενθέας από βασιλιάς γίνεται μαινάδα και ελάφι-σφάγιο.
ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ:
Την Παρασκευή και το Σάββατο (14+15/7) ο Έκτωρ Λυγίζος παρουσιάζει τις «Βάκχες» στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου (με αγγλικούς υπέρτιτλους).
Η παράσταση εξερευνά τη σύγκρουση ανάμεσα στην ατομικότητα του ήρωα και την πολυφωνικότητα του χορού: οκτώ αφηγητές -εντάσσοντας τα χορικά στη βασική πλοκή- παρακολουθούν τη διαδικασία της σταδιακής σύνθεσης και αποσύνθεσης ενός μεικτού συνόλου, την αντίσταση των μελών του, αλλά και τη λαχτάρα τους να ανέβουν φαντασιακά στο ιερό βουνό ως μαινάδες και να μετατραπούν σε βάκχες. Μια τελετή μύησης στη λατρεία του «άλλου», της οποίας πρώτο στάδιο είναι να σταθούν δύο άτομα αντιμέτωπα υπό το βλέμμα ενός θεατή-μάρτυρα.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΈΚΤΩΡ ΛΥΓΙΖΟΣ
(και οι τέσσερις κριτικές μου για προηγούμενα έργα του):
Αν και σπούδασε φιλολογία και κινηματογραφική σκηνοθεσία, προέρχεται από θεατρική οικογένεια και εξελίσσεται σε έναν από τους σημαντικότερους θεατρικούς σκηνοθέτες της γενιάς του κι ίσως όχι μόνο. Ξεκίνησε από Αμόρε (2005 ) και το Από Μηχανής Θέατρο (2008-09), στα επόμενα του βήματά του συνεργάστηκε με τον Δημ.Καραντζά, αλλά το μόνο τους κοινό πια είναι ότι και οι δυο ψάχνουν την αφήγηση και το χιούμορ μέσα σε κάθε κείμενο. Οι μικρού μήκους του έχουν βραβευτεί, ενώ η πρώτη μεγάλου μήκους του ταινία έφτασε, αθόρυβα, μέχρι τα όσκαρ (παραθέτω κριτική παρακάτω)!
Στην Επίδαυρο ως σκηνοθέτης κατεβαίνει για δεύτερη φορά. Το 2014 σκηνοθέτησε έναν πολύ ιδιότυπο “Προμηθέα Δεσμώτη” (επίσης, παραθέτω, κριτική), που ξαναπαρουσιάστηκε εκείνον τον Σεπτέμβρη στην Πειραιώς 260 ενώ τις “Βάκχες” τις έχω θαυμάσει, το 2012, στο υπόγειο του θεάτρου του Ν.Κόσμου. Αυτή ήταν μια εκπληκτική παράσταση, χωρίς χορικά, με τρεις μόνο υποκριτές (Δημ.Μοθωναίος, Άρης Μπαλής, Ε.Λυγίζος), οι οποίοι έπαιζαν σε απόσταση αναπνοής από την πρώτη σειρά. Ξεκινούσε ως καθαρή αφήγηση, ενώ στην πορεία εμπλεκόντουσαν ολοένα και περισσότερο. Πίσω τους ένας τοίχος περιόριζε τον χώρο. Και ξαφνικά, με την έλευση του Διόνυσου, αυτός ο φαινομενικά ακίνητος τοίχος, πιέζεται προς τα πίσω, δίνοντας κάτι μαγικό και συγχρόνως απόλυτα επιβλητικό, σαν το συμπάν να διαλύεται και η θέληση του Θεού επιβάλλεται.
Είμαι πολύ χαρούμενη που ασχολείται ξανά με αυτό το έργο -έστω και σε ανοιχτό χώρο και με τους τριπλάσιους ηθοποιούς- γιατί ήταν μια παράσταση που θεωρούσα ότι έπρεπε να επαναληφθεί!
Αναμένω, λοιπόν, με αγωνία, την αυριανή ημέρα.
Να συμπληρώσω ότι τον “Προμηθέα Δεσμώτη”, τον είδα δυο φορές, τις δυο συνεχόμενες μέρες που παίχτηκε, στην προσπάθειά μου να αποκωδικοποιήσω όλη την παράσταση· ιδού και η παλιά κριτική μου:
2014: «Προμηθέας Δεσμώτης»
Από κάθε παράσταση του Λυγίζου και της ομάδας του “Grasshopper”, βγαίνω εκστασιασμένη, Ο “Προμηθέας” ήταν μια παράσταση απλή και καθαρή. Ο σκηνοθέτης δίνει βάση στον λόγο και στην ομαδικότητα, ενώ διδάσκει τους ηθοποιούς να αντιμετωπίζουν το κείμενο σα να μην γνωρίζουν τίποτα, αλλά και σαν να είναι έτοιμοι να δοκιμάσουν τα πάντα. Χωρίς μεγαλοστομίες, χωρίς καθόλου φωτισμούς, χωρίς ούτε μια μουσική νύξη, οχτώ υποκριτές μοιράζονται τους ρόλους και τα χορικά για να μας πουν την ιστορία, ή –καλύτερα- πολλές ιστορίες. Το κοινό -ως ακροατής γύρω από την φωτιά- φωτίζεται και αυτό αμυδρά, ενώ στην ορχήστρα αφηγούνται το παραμύθι. Η φωτιά ήταν και η αιτία που ο Δίας τιμώρησε τον τιτάνα Προμηθέα, επειδή τόλμησε να την χαρίσει στους ανθρώπους! Ο Λυγίζος επανέφερε τη φωτιά και ως χειρονομία στην λιτή κίνηση των υποκριτών…
Το συγκεκριμένο έργο θεωρείται ένα από τα πιο δύσκολα δράματα, καθώς ο πρωταγωνιστής είναι αλυσοδεμένος και ακίνητος καθ’ όλη την διάρκεια του έργου και, επίσης, δεν υπάρχει δράση, δεν υπάρχουν ιδιαίτερες εξελίξεις, απλά λέγονται πολλές ιστορίες, παλιές αλλά και μελλοντικές. Είναι ένα έργο όπου κάθε ήρωας αντί να πράττει, ζητάει να του πούνε μια ιστορία και διηγείται εξίσου κι αυτός!
Οι ηθοποιοί ντυμένοι με μαθητικές φούστες και παντελόνια, ενώ ο ακινητοποιημένος Προμηθέας είναι ξύλινος (Κλειώ Μπομπότη) και κείται στο χώμα της ορχήστρας. Παίρνοντας έναυσμα από αυτόν- θα μας διηγηθούν την ιστορία του, χωρίζοντας το κάθε πρόσωπο σε δύο σώματα, στο γιν και το γιαν, στο θετικό και το αρνητικό, το τολμηρό και το δειλό, την αρσενική φύση και την θηλυκή, στο ένα και το alter ego του…
Μια παράσταση τραγωδίας του Αισχύλου, όπου αναδύθηκε το χιούμορ του έργου! Ίσως να βγήκε, επιτέλους, στην επιφάνεια, επειδή παρουσιάστηκε και ως παιχνίδι μαθητών! Αυτό, όμως, δεν με εμπόδισε να ανατριχιάσω, όταν επικαλούνταν τα Θεία, παρότι με ένα υποθετικό “αν” έμπαιναν και έβγαιναν κάθε τόσο από τον ρόλο… Ένιωθα την παρουσία των Ολύμπιων Θεών πάνω από την στέγη της αίθουσας του φεστιβάλ, αλλά και όταν γίνονταν σκληροί, το ταβάνι να χαμηλώνει….
Το ξύλινο σώμα του Προμηθέα χρησιμοποιείται, επίσης, είτε ως βάθρο, όπου θα ανέβουν κάθε φορά οι δυο υποκριτές για να μιλήσουν ή να διηγηθούν την ιστορία, ενώ οι υπόλοιποι θα κάτσουν ήσυχα γύρω και θα ακούνε με προσήλωση, είτε ως μουσικό όργανο ή ηχείο καθώς οι ηθοποιοί το χτυπούν, αλλά και πάνω του ακούγονται τα βήματά τους. Η καθαρότητα των λόγων και των νοημάτων ήταν τέτοια, που δεν ξεχώριζες τα χορικά από τα επεισόδια της τραγωδίας. Σε αυτό συνέβαλε βέβαια, και ο αφηγηματικός λόγος του Αισχύλου, καθώς και η ομαδικότητα του θιάσου. Τα, συνήθως, βαρετά χορικά έγιναν το ίδιο ενδιαφέροντα με την ιστορία!
Ο Λυγίζος «διάβασε» σωστά το έργο, μια από τις πιο ασεβείς τραγωδίες (μια και ο ήρωας όχι μόνο δεν φοβάται τους Θεούς, γιατί, ο ίδιος, είναι παλαιότερος Θεός, αλλά προβλέπει και τον καταποντισμό του Δία!) και μας το έδωσε να το κατανοήσουμε και να κάνουμε μόνοι μας τις αναλογίες στην σύγχρονη εποχή. Το επεισόδιο με την Ιώ -ο μόνος άνθρωπος σε αυτό το έργο, ο μόνος θνητός- ήταν ιδιοφυές και τόσο κωμικό που έφευγες με ανάλαφρη διάθεση από την παράσταση. Δεν τολμώ να σκεφτώ πώς θα παρουσίαζαν πολύ παλιοί σκηνοθέτες αυτό το έργο: Με έναν αγροίκο Προμηθέα να προσπαθεί να σπάσει τα δεσμά του και μια Ιώ να ουρλιάζει σαν δαιμονισμένη;
Όπως στο έργο βλέπουμε κάποιον που αψηφά το κατεστημένο και αναγγέλλει την αρχή μιας καινούριας εποχής που αναμένεται -όταν ένας απόγονος της Ιούς θα ρίξει τον Δία από τον θρόνο του- έτσι και σε αυτή την παράσταση είδαμε έναν σκηνοθέτη, ο οποίος δεν φοβάται να δοκιμάσει κάτι ανοίκειο στο κοινό και κατά συνέπεια είδαμε, ίσως, την αρχή μιας καινούριας υποκριτικής ή σκηνοθετικής σχολής. Κατανοώ ότι για τον περισσότερο κόσμο, ειδικά για όσους δεν έχουν ξαναδεί παραστάσεις του Λυγίζου (δεν θα ξεχάσω τον «Θείο Βάνια» και τις «Βάκχες»), ήταν περίεργα ιδιαίτερο και κατ’ επέκταση κουραστικό, καθώς δεν είχε τίποτα να σε ξεγελάσει, καμία ωραιοποίηση, καθόλου προβολείς, μουσικές, μόνο λόγος, μόνο το κείμενο, όπως, δηλαδή, συνέβαινε και στην αρχαιότητα (αν και τότε υπήρχε και ο αυλητής).
Μαγεύτηκα, όταν, στο τέλος, διαπίστωσα ότι ο Προμηθέας είναι ξαπλωμένος στην γη, η οποία είναι μητέρα του και συχνά την επικαλείται μέσα στο έργο, αλλά και ότι μου θύμισε τον πίνακα “Δεσποινίδες της Αβινιόν”(1907) του Πικάσο, ο οποίος έχει επιρροές από την πρωτόγονη αφρικάνικη και αυστραλιανή τέχνη! Παρόμοια αφύσικη στάση είχε και το ομοίωμα του Προμηθέα, σκληρά επίπεδα και γραμμές, παρεμφερή χρώματα.
Αν και η σκηνοθεσία ήταν μονότονη, είχε, ωστόσο, ρυθμό και ελάχιστες σιωπές και το χιούμορ αναδεικνυόταν σε κάθε λέξη ή κίνηση των ηθοποιών. Έτσι, που το μόνο που χρειαζόταν ήταν, απλά, να «είσαι εκεί», για να το κατανοήσεις και να το απολαύσεις. Λιτή, αλλά σύνθετη σκηνοθετική πρόταση…
Ο Πικάσο είχε πει: «Η τέχνη έχει αυτόνομη αξία, ανεξάρτητη από την αντικειμενική περιγραφή των πραγμάτων. Μήπως θα πρέπει να παρουσιάζουμε τα πράγματα όπως τα βλέπουμε και όχι όπως τα ξέρουμε;»
2012: «Θείος Βάνιας – Σκηνές από τη ζωή στην ύπαιθρo»
Τρεις αφηγητές (Θ.Κούκιος, Ελ.Ρίζου, Ε.Λυγίζος) επιχειρούν να παρακολουθήσουν και να ζωντανέψουν τα εννέα πρόσωπα του έργου και να αποκαταστήσουν την αδικία. Ο Άντον Τσέχωφ (1860-1904), μια από τις σημαντικές μορφές της παγκόσμιας δραματουργίας, πίστευε ότι έγραφε κωμωδίες. Η ιδιαίτερη πρόταση των σκηνοθετών: Λυγίζου—Καραντζά σε μια παράσταση δωματίου, στη μικρή σοφίτα του θεάτρου του Νέου Κόσμου, σπάει αυτό το φράγμα μεταξύ σκηνής/υποδύομαι και πλατείας/παρακολουθώ-το-θέαμα-που εκτυλίσσεται… Σε αυτή, την τόσο φρέσκια και νεανική παράσταση, είδαμε τους ήρωες από μία εντελώς διαφορετική οπτική: τον δάσκαλο Αστρόφ τόσο μα τόσο αστείο, μερικές φορές στα όρια, σχεδόν, του αυτιστικού, ενώ τον Βάνια καθόλου μίζερο. Αυτή η οικειότητα (αλλά και η απεύθυνση) είναι και ο λόγος που η παράσταση δεν έχει ούτε φωτισμούς, ούτε κλείνουν τα φώτα της πλατείας κατά την έναρξη της περφόρμανς.
Μια πολύ ιδιαίτερη παράσταση από την οποία βγήκα ειλικρινά ενθουσιασμένη, έχοντας ανακαλύψει κάτι καινούριο στην αθηναϊκή θεατρική σκηνή!
Ο ταινίες του Λυγίζου στα Όσκαρ
Οι βραβευμένες μικρού μήκους ταινίες του:
«Αγνά νιάτα» (2004, Επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Βενετίας ),
«Εσωτερικό σπιτιού με γυναίκα που καθαρίζει μήλα» (2002, Κρατικό Βραβείο για ταινία μικρού μήκους ).
Αλλά εκεί που φαινόταν ότι, τελικά, τον έχει κερδίσει το θέατρο, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Έκτορα Λυγίζου, η οποία μιλάει έμμεσα για την κρίση, παρακολουθώντας μόνο λίγες μέρες από τη ζωή ενός νέου, μαζεύει τα βραβεία και τις υποψηφιότητες τη μια μετά την άλλη.
2012: «Το Αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού»
Η ταινία έχει αποσπάσει:
– Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI),
– Πρώτο βραβείο (Καλύτερης Ταινίας) της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου / βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη / βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου
– Α’ Βραβείο στο Φεστιβάλ Crossing Europe στο Λινζ της Αυστρίας,
– Α’ Βραβείο Ανδρικού ρόλου στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι
– Βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ Galway στην Ιρλανδία.
– Ξενόγλωσσο βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας.
Ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε την πρώτη του μεγάλου μήκους από το μυθιστόρημα «Πείνα» του Nορβηγού νομπελίστα Κνουτ Χάμσουν και κατάφερε να τη γυρίσει μέσα σε μόλις τέσσερις εβδομάδες.
Η πείνα είναι μια οριακή κατάσταση του σώματος, άρα και του νου. Μεθυστική, απελπιστική, αποκτηνωτική. Καμιά θεωρία δεν μπορεί να σε βάλει στη θέση κάποιου που δεν έχει τίποτα να φάει και τριγυρνά με άδειο στομάχι κι εξίσου άδειο μυαλό. Ο 22χρονος Γιώργος είναι καλλιτέχνης και άνεργος. Ζει σε ένα μικρό αθηναϊκό διαμέρισμα. Δεν έχει λεφτά, όχι μόνο για να πληρώσει νερό, ρεύμα, νοίκι, αλλά ούτε και για να φάει. Έτσι, όταν τον πετάνε έξω από το σπίτι, παίρνει μόνο το καναρίνι του και φεύγει .
O Λυγίζος -στο σενάριο και στην κάμερα- ακολουθεί, σε απόσταση αναπνοής, τον πρωταγωνιστή (Γιάννη Παπαδόπουλο) και δεν μας δίνει ποτέ γενικά πλάνα. Όσο δεν είναι στυλιζαρισμένη η κίνηση της κάμερας, τόσο έρχεται σε αντίθεση με την σωματική γλώσσα του ήρωα, που είναι το ίδιο ιδιαίτερη με τον χαρακτήρα του. Ακόμα και πριν δοκιμάσει το φαγητό του πουλιού τον βλέπουμε να συμπεριφέρεται, σχεδόν, σαν πουλί στο σπίτι και στο μπαλκόνι του…
Το καναρίνι είναι ο μόνος του φίλος και ο αντικατοπτρισμός του. Και οι δύο είναι φυλακισμένοι και οι δύο ένα πράγμα ξέρουν να κάνουν καλά: να τραγουδάνε! Αβοήθητοι κι οι δύο (το καναρίνι μέσα στο κλουβί κι ο νέος αρνούμενος να επιστρέψει στη μητέρα του, με την οποία δεν έχει καμία ψυχική επαφή), κάθε μέρα καταποντίζονται περισσότερο. Το αδιέξοδο του ήρωα είναι το αδιέξοδο της γενιάς του, αλλά και ολόκληρης της χώρας μας.
Η κινηματογράφηση θυμίζει λίγο ντοκιμαντέρ, που, όμως, εισβάλει ακόμα και στις πιο μύχιες στιγμές των ηρώων του. Λίγο πριν το τέλος, σε μία άκρως συμβολική σκηνή, ο ήρωας θα σκεπάσει τον μοναδικό του φίλο με μια ελληνική σημαία (για να τον προστατέψει από τις γάτες) και θα τον κρύψει κάτω από σπασμένα αγάλματα ηρώων της επανάσταση