Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στην εφημερίδα Ναυτεμπορική παραχώρησε ο Senior Fellow του Peterson Institute for International Economics, Jacob Kirkegaard, αναλύοντας τα σενάρια γύρω από την ξαφνική πρόθεση κυβέρνησης και θεσμών να επιχειρήσουν την έξοδο στις αγορές. Όπως υποστηρίζει, ο λόγος της βιασύνης είναι αυτονόητος καθώς θέλουν να δώσουν ένα σημάδι επιτυχούς ανάκαμψης και μιας πορείας προς […]
Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στην εφημερίδα Ναυτεμπορική παραχώρησε ο Senior Fellow του Peterson Institute for International Economics, Jacob Kirkegaard, αναλύοντας τα σενάρια γύρω από την ξαφνική πρόθεση κυβέρνησης και θεσμών να επιχειρήσουν την έξοδο στις αγορές.
Όπως υποστηρίζει, ο λόγος της βιασύνης είναι αυτονόητος καθώς θέλουν να δώσουν ένα σημάδι επιτυχούς ανάκαμψης και μιας πορείας προς το τέλος της μνημονιακής πολιτικής. Παρόλα αυτά, με την έξοδο στις αγορές, η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να πετύχει οτιδήποτε άλλο από ένα επιτόκιο που θα είναι πολύ υψηλό για να το αντέξει.
Επίσης, μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να απελευθερώσει κεφάλαια ώστε να δαπανηθούν σύμφωνα με τις πολιτικές προτεραιότητες του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που ο Kirkegaard βλέπει ως το σημείο εκκίνησης για πρόωρες εκλογές.
Εξηγεί επίσης γιατί οι αγορές «δεν νοιάζονται ιδιαίτερα» για το ύψος του χρέους αλλά και γιατί η εξαίρεση από το QE είναι πράγματι απώλεια για την Ελλάδα. Ως επικρατέστερη εκδοχή μετά το τέλος του προγράμματος βλέπει μια πιστωτική γραμμή χρηματοδότησης και εκτιμά ότι την ελάφρυνση χρέους είναι «πολύ πιο πιθανό» να τη λάβει μια επόμενη κυβέρνηση.
Ο κ. Kirkegaard εκτιμά ότι η ικανότητα του ελληνικού δημοσίου να πετύχει μια βιώσιμη επιστροφή στις αγορές μέχρι το τέλος του προγράμματος το 2018 είναι πολύ χαμηλή, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν αρκετοί επενδυτές πρόθυμοι να αναλάβουν αυτόν τον κίνδυνο για οτιδήποτε άλλο εκτός από πολύ βραχυπρόθεσμο χρέος, εκτός εάν η κυβέρνηση αρχίσει να επικεντρώνεται περισσότερο σε πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης και ολοκληρώσει πιστά και γρήγορα τις απαιτήσεις του προγράμματος.
«Ειδάλλως, οι επενδυτές που ενδιαφέρονται για την Ελλάδα θα κοιτάζουν απλώς τις δημοσκοπήσεις και θα συμπεραίνουν ότι είναι καλύτερα να περιμένουν μέχρι τις επόμενες εκλογές ελπίζοντας ότι η ΝΔ θα κερδίσει – μια κυβέρνηση της ΝΔ κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι επίσης πολύ πιο πιθανό να λάβει ελάφρυνση χρέους από την Ευρωζώνη και επίσης αρκετά πιθανό να είναι σε πολύ καλύτερη θέση να ξεκλειδώσει εγχώριες επενδύσεις από τις κορυφαίες οικογενειακές επιχειρήσεις της Ελλάδας, οι οποίες απ’ ό,τι μπορώ να δω δεν εμπιστεύονται αρκετά τον Τσίπρα ώστε να αρχίσουν πραγματικά να επενδύουν.
Από τη σκοπιά των αγορών επομένως, μάλλον θα προτιμούσαν να δουν τους επόμενους μήνες μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να ξοδεύει το υπόλοιπο πολιτικό της κεφάλαιο στην εφαρμογή του προγράμματος που απομένει, μόνο για να πάει να χάσει τις επόμενες εκλογές ως αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια, μια, τουλάχιστον αντιληπτή ως πιο φιλική στις αγορές κυβέρνηση υπό τη ΝΔ θα αναλάμβανε παρέχοντας την πολιτική σταθερότητα που επιθυμούν οι επενδυτές.»
Για τη μη ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο Kirkegaard λέει ότι «αποτελεί πρόβλημα κυρίως για τις αποδόσεις που θα έχει να πληρώσει η Ελλάδα στις αγορές – πολλοί επενδυτές που διαφορετικά θα ενδιαφέρονταν για τα ελληνικά ομόλογα τώρα πιθανότατα δεν θα αγοράσουν αυτά τα ομόλογα για τον δικό τους ισολογισμό».