Τα τελευταία επτά χρόνια (2010-2017) της οικονομικής κρίσης, της ύφεσης και των Μνημονίων στην Ελλάδα, έχει κυριολεκτικά, μεταξύ των άλλων, αποδομηθεί το κράτος πρόνοιας και ειδικότερα το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΣΚΑ), δεδομένου ότι οι δανειστές (ιδιαίτερα το ΔΝΤ), με στρατηγικό άξονα την σημαντική μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και όχι τον εξορθολογισμό των παθογενειών του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος, επέβαλαν στις ελληνικές κυβερνήσεις και απαιτούν για το μέλλον την επιβολή πολιτικών εισπρακτικού χαρακτήρα, καταφεύγοντας από την 1/1/2019 στην 15η μείωση (κατάργηση προσωπικής διαφοράς) των συντάξεων (κύριων και επικουρικών) της τάξης των 1,8 δισ.. ευρώ. Έτσι, η συνολική μείωση των συντάξεων κατά την περίοδο 2010-2019 θα ανέλθει μέχρι 65%-70%, χωρίς ταυτόχρονα να λύνεται το οικονομικό και χρηματοδοτικό πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας . Eπιπλέον, οι δανειστές επιδιώκουν και επέβαλαν στις ελληνικές κυβερνήσεις την θεσμική και κοινωνικο-ασφαλιστική αποδόμηση της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, με την μετάλλαξη της συλλογικής αντιμετώπισης του κινδύνου του γήρατος, της ασθένειας, κλπ., σε ατομική, υιοθετώντας σε πρώτη φάση το σύστημα της νοητής κεφαλαιοποίησης στην επικουρική ασφάλιση (ατομικοί λογαριασμοί-ιδιωτικοποιημένη ασφάλιση) και ενδεχομένως σε δεύτερη φάση στο μέλλον, με όρους μίας ρηχής και επιφανειακής τεχνικής-επιστημονικής προσέγγισης, να επιλεγoύν ως μηχανισμός αντιμετώπισης των ελλειμμάτων, οι περαιτέρω περικοπές των κύριων συντάξεων διαμέσου της υιοθέτησης του συστήματος της νοητής κεφαλαιοποίησης. Από την άποψη αυτή, είναι φανερό ότι ο κεντρικός στόχος των Μνημονίων στην κοινωνική ασφάλιση, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, συνίσταται, μεταξύ των άλλων, στον ποσοτικό και ποιοτικό περιορισμό του πεδίου του συστήματος κοινωνικής προστασίας στο όριο της φτώχειας και στην μεταφορά, κατά βάση, της χρηματοδότησης των κοινωνικο-ασφαλιστικών κινδύνων στον ασφαλισμένο, τον συνταξιούχο και τον ασθενή.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στοιχείο στις ημέρες μας, η αυξανόμενη προσφυγή, κατά την τελευταία πενταετία, παρά την μείωση των εισοδημάτων, στην ιδιωτική ασφάλιση υγείας. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα μας, η ενδεχόμενη επέκταση του συστήματος της νοητής κεφαλαιοποίησης και στην κύρια σύνταξη, που θα σημαίνει πλήρως θεσμοποιημένη αποδόμηση και ιδιωτικοποιημένη λειτουργία (ατομικοί λογαριασμοί) της κοινωνικής ασφάλισης, θα προκαλέσει σημαντικό κόστος στους Κρατικούς Προϋπολογισμούς της χώρας μας, κατά τα επόμενα έτη, μετά μία δεκαετία 2010-2020 φορολογικών επιβαρύνσεων των ελλήνων φορολογουμένων καθώς και στις γενιές της μετάβασης από το σημερινό στο νέο σύστημα της εξατομικευμένης ασφάλισης. Το κόστος μετάβασης (λαμβάνοντας υπόψη ότι η κρατική συμμετοχή θα περιορίζεται σε 12,5 δισ. ευρώ(7% του ΑΕΠ) για την χρηματοδότηση μόνο της εθνικής σύνταξης, αντί των 18 δισ. ευρώ σήμερα, όπως απαιτούν οι δανειστές), προκειμένου να καλυφθούν οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων και τα δεδουλευμένα δικαιώματα της σημερινής γενιάς ασφαλισμένων, θα πρέπει, είτε να χρηματοδοτηθεί από το κράτος με επιχορήγηση της τάξης των 120-150 δισ. ευρώ τα επόμενα 15 έτη, είτε η σημερινή γενιά των ασφαλισμένων να καταβάλλει εισφορές από τις οποίες θα λάβει παροχές που θα αντιστοιχούν στο 50%-60% των εισφορών που θα έχουν καταβάλλει κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Η λανθασμένη αυτή, τεχνικά και επιστημονικά, προοπτική της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, έγκειται στο γεγονός της θεώρησης ότι το κεφαλαιοποιητικό σύστημα και οι ατομικοί λογαριασμοί των ασφαλισμένων υπερέχουν του διανεμητικού συστήματος, δεδομένου ότι δεν υπόκεινται, μεταξύ των άλλων, στον κίνδυνο της γήρανσης του πληθυσμού ή στον κίνδυνο της επέκτασης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, στους οποίους υπόκειται το διανεμητικό σύστημα. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα μας, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής) στην Ελλάδα, προκαλούν έλλειμμα στην κοινωνική ασφάλιση, από την καταβολή μειωμένων εισφορών λόγω χαμηλών εισοδημάτων, της τάξης των 2,4 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο τον χρόνο.
Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο από την γήρανση του πληθυσμού για να διατηρηθεί το όριο των συνταξιοδοτικών δαπανών στο 16% του ΑΕΠ(Ν.4387/2016) κατά την περίοδο 2016-2055,εκτιμάται ότι θα πρέπει να μειωθούν οι συντάξεις κατά περίπου 22% σε σχέση με το σημερινό επίπεδο. Εάν ληφθεί υπόψη η απώλεια εσόδων που προκαλείται από τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής), τότε εκτιμάται ότι θα υπάρξει μία επιπλέον μείωση των συντάξεων κατά 33% την περίοδο 2016-2055.Κατά συνέπεια, για να μη αποτελέσουν στο μέλλον, όπως στο άμεσο παρελθόν, οι διαδοχικές περικοπές των συντάξεων δομικό χαρακτηριστικό του κατ’ευφημισμό συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας, θα πρέπει η ελληνική οικονομία να προσανατολισθεί και να προσηλωθεί σχεδιασμένα και μεθοδικά στην αύξηση του ΑΕΠ με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής που να προσεγγίζει το 5,7%-6,2%.Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο λόγω της γήρανσης του πληθυσμού εκτιμάται ότι απαιτείται ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ ίσος με 3,5%-4%.
Τα ευρήματα αυτά, μεταξύ των άλλων, αποδεικνύουν ότι η πραγματική διαφορά του κεφαλαιοποιητικού και του διανεμητικού συστήματος, επικεντρώνεται στις μακρο-οικονομικές επιδράσεις του κάθε συστήματος στην συνολική λειτουργία της ελληνικής οικονομίας και στην ορθότερη κατανομή των πόρων στην κοινωνία, γεγονός που επιτυγχάνεται αποτελεσματικά με το διανεμητικό σύστημα. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει, ότι με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα το τελικό αποτέλεσμα είναι η διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, αφού τα υπό διαχείριση αποθεματικά κεφάλαια καταλήγουν σε αποδόσεις πολυεθνικών επιχειρήσεων. Έτσι, με αυτά τα δεδομένα και με τις μέχρι σήμερα δυσμενείς επιπτώσεις των Μνημονιακών πολιτικών, μεταξύ των άλλων, και στην κοινωνική ασφάλιση, τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους, αναδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η αποτροπή ολοκλήρωσης της αποδόμησης της, απαιτεί , κατά βάση, την μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε δυναμικές συνθήκες ανάκαμψης και ανάπτυξης και όχι την μετάλλαξη της σε «φθηνό υπεργολαβικό σχηματισμό» των ανεπτυγμένων χωρών και των επιχειρήσεων τους, στο πλαίσιο του μοντέλου των πολλαπλών ταχυτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε « περιφερειακό κέντρο εγκατάστασης των μεγαλύτερων πολυεθνικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια». Επιπλέον απαιτεί, ολιστικό, έγκυρο και τεκμηριωμένο επανασχεδιασμό και επανεξέταση του συστήματος κοινωνικής προστασίας τόσο στο επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών του, όσο και στο επίπεδο της οικονομικής και χρηματοδοτικής του βάσης. Διαφορετικά, η περαιτέρω ποσοτική και ποιοτική επιδείνωση των παρεχόμενων υπηρεσιών του, θα αποτελέσει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ύπαρξης και της λειτουργίας του, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού πληθυσμού της χώρας μας.