Σκληρή επιστολή στον υπουργό Παιδείας με αφορμή τις καταγγελίες εργαζόμενης για απαγόρευση τοποθέτησης θρησκευτικών συμβόλων σε οργανισμό που εποπτεύεται από το υπουργείο, έστειλε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Στην επιστολή, προς τον κ. Γαβρόγλου ο Αρχιεπίσκοπος εκφράζει τη λύπη και τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός και ζητά από τον υπουργό Παιδείας να απαντήσει αν απαγορεύεται οι […]
Σκληρή επιστολή στον υπουργό Παιδείας με αφορμή τις καταγγελίες εργαζόμενης για απαγόρευση τοποθέτησης θρησκευτικών συμβόλων σε οργανισμό που εποπτεύεται από το υπουργείο, έστειλε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.
Στην επιστολή, προς τον κ. Γαβρόγλου ο Αρχιεπίσκοπος εκφράζει τη λύπη και τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός και ζητά από τον υπουργό Παιδείας να απαντήσει αν απαγορεύεται οι εργαζόμενοι να φέρουν θρησκευτικά σύμβολα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή να έχουν ιερές εικόνες πάνω στο γραφείο εργασίας τους.
«Το φαινόμενο του επιθετικού αντιχριστιανισμού, πού διεκδικεί καί επαίνους προοδευτικότητας, αξίζει προσοχής από το υπουργείο σας» αναφέρει στην επιστολή του ο Αρχιεπίσκοπος. Εκφράζει δε την κατάπληξή του για το γεγονός ότι η εμμονή για την εξαφάνιση ειδικά της ορδόδοξης Εκκλησίας από τη δημόσια ζωή προέρχεται από ανθρώπους που υποτίθεται ότι εμφορούνται από θρησκευτική αδιαφορία.
Το κείμενο της επιστολής, που δημοσιεύει η Κιβωτός της Ορθοδοξίας, έχει ως εξής:
1/9/2017
Πρός
Τόν Ἀξιότιμο
κ. Κωνσταντῖνο Γαβρόγλου
Ὑπουργό Παιδείας, Ἔρευνας
καί Θρησκευμάτων
Εἰς Ἀμαρούσιον
Ἀξιότιμε κ. Ὑπουργέ,
Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.) τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατά τήν σημερινή Της Συνεδρία ἔλαβε γνώση τῶν ἀναφορῶν δύο ὑπαλλήλων τοῦ Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π., οἱ ὁποῖες, κατόπιν τῆς ἀρνητικῆς ἀντιδράσεως τῆς Διευθύνουσας Συμβούλου, ζήτησαν ἀπό τό Διοικητικό Συμβούλιο τοῦ Ὀργανισμοῦ καί τό ἐποπτεῦον Ὑπουργεῖο σας νά τούς ἀπαντήσει, ἐάν ἀπαγορεύεται νά φέρουν τά θρησκευτικά σύμβολα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἤ νά ἔχουν ἱερές εἰκόνες ἐπάνω στό γραφεῖο ἐργασίας τους.
Η Δ.Ι.Σ. ἀπεφάσισε τήν ἀποστολή τῆς παρούσας, προκειμένου νά δηλώσει τήν λύπη καί διαμαρτυρία Της γιά τό δυσάρεστο συμβάν σέ βάρος τῶν δικαιωμάτων ἐργαζομένων, πού εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας.
Προκαλοῦνται εὔλογες ἀπορίες: ἀπό τήν ἀπαγόρευση νά ὑποχρεωθεῖ κανείς νά ἀποκαλύψει, παρά τή θέλησή του, τά θρησκευτικά του φρονήματα, θά φθάσουμε στήν ἀντίστροφη ἀπαγόρευση τοῦ δικαιώματος νά καθιστᾷ ὁ καθένας ἐμφανές τό θρησκευτικό του συναίσθημα στό δημόσιο χῶρο;
Ἡ διαμαρτυρία καί ἡ λύπη μας, ὡστόσο, δέν σημαίνει ὅτι θά παρασυρθοῦμε σέ ἐπίδειξη ἐμπάθειας. Ἡ ἠθική διαφορά τοῦ μηνύματος τῆς Ἐκκλησίας ἔγκειται στό ὅτι εὔχεται καί προσεύχεται «ὑπέρ τῶν μισούντων καί ἀγαπώντων ἡμᾶς».
Θεωροῦμε, γιά τόν λόγο αὐτόν, ἀξιέπαινη καί χριστιανική τήν στάση τῶν θιγόμενων ἐργαζομένων, οἱ ὁποῖες δέν ζήτησαν τήν ἄσκηση διώξεως κατά τῆς προϊσταμένης τους, εἰ μή μόνον νά ἀναγνωρισθεῖ ρητῶς ἀπό τόν ἐργοδότη τους ἡ ἐλευθερία ἐκδηλώσεως τῆς θρησκευτικῆς πίστεώς τους στόν χῶρο ἐργασίας τους. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὡς κοινότητα κλήρου καί λαοῦ, συμπαρίσταται στό δίκαιο καί δημοκρατικό αἴτημα τῶν ἐργαζομένων καί ἀναμένει τήν ἀπάντηση τῆς ἐργοδοτικῆς πλευρᾶς καί τοῦ ὑμετέρου Ὑπουργείου.
Θά ἀποτελοῦσε ὠφέλιμη ὑπηρεσία στόν τόπο, ἐάν τό Ὑπουργεῖο σας μέ τήν παροῦσα εὐκαιρία ἀπεδείκνυε ὅτι εἶναι ἄξια προστασίας ἡ θρησκευτική ἐλευθερία γιά ὅλους, τόσο γιά τήν πλειοψηφία τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ὅσο καί γιά τίς μειοψηφίες τῶν ἑτεροδόξων, ἐτεροθρήσκων ἤ τῶν μή θρησκευόντων.
Οἱ κρατικοί κανόνες λοιπόν, πού προστατεύουν τήν κοινωνική εἰρήνη ἀπό τίς προσβολές τοῦ ἑνός τῆς θρησκευτικῆς πίστεως τοῦ ἄλλου, ἔχουν παρόντα καί ἰσχύοντα λόγο ὑπάρξεως.
Καί ἡ δική μας ἀνεκτική στάση ὡς ὀρθοδόξων χριστιανῶν δέν ἀπαλλάσσει τήν Πολιτεία ἀπό τό λειτούργημά της νά παρεμβαίνει καί νά προστατεύει.
Κλείνοντας θά μᾶς ἐπιτρέψετε μία διαπίστωση γιά τόν φανατισμό.
Στήν Ἑλλάδα οἱ ἀπόπειρες ἀπό πολιτικές τάσεις, ἀκτιβιστικές ἑνώσεις ἤ δημόσια πρόσωπα γιά τήν προβολή καί ἀναγνωρισιμότητα τῆς ἀθεΐας συνήθως ἐξαντλοῦνται σέ μονοσήμαντη ἀντιπαράθεση μέ τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Προκαλεῖ βεβαίως ἔκπληξη πῶς εἶναι δυνατόν τόση ἐμμονή γιά τήν ἐξαφάνιση εἰδικά τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπό τή δημόσια ζωή νά προέρχεται ἀπό ἀνθρώπους, πού ὑποτίθεται ὅτι ἐμφοροῦνται ἀπό θρησκευτική ἀδιαφορία.
Εἶναι καί αὐτή μία κατηγορία θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ μᾶλλον ἀπειλητικότερη γιά τήν κοινωνική συνοχή ἀπό τήν ἀτομική θρησκοληψία.
Τό φαινόμενο τοῦ ἐπιθετικοῦ ἀντιχριστιανισμοῦ, πού διεκδικεῖ καί ἐπαίνους προοδευτικότητας, ἀξίζει προσοχῆς ἀπό τό Ὑπουργεῖο σας, ἐπειδή ἀμφισβητεῖ τόν ἴσο σεβασμό τῶν δικαιωμάτων, μέ τό διχαστικό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ πλειοψηφία εἶναι ἀπειλή γιά τίς μειοψηφίες καί, ἑπομένως, δέν ἀξίζει προστασίας.
Μέ τήν πεποίθηση ὅτι τυγχάνει τῆς κατανοήσεώς σας ἡ σημασία τῶν ὡς ἄνω ἐκτεθέντων, καί μέ τήν ἐλπίδα ὅτι στόν σχεδιασμό καί στίς ἀποφάσεις σας θά συνεξετάσετε τίς σχετικές θέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σᾶς ἀπευθύνουμε τήν εὐχή ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογεῖ καί νά σᾶς ἐνισχύει στά εὐθυνοφόρα καθήκοντά σας.
Ὁ Ἀθηνῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ,
Πρόεδρος