Ένα απρόβλεπτο αστυνομικό θρίλερ, σε σκηνοθεσία Ροδρίχο Σορογκογιέν, με τους Αντόνιο ντε λα Τόρε, Ρομπέρτο Άλαμο και Χαβιέρ Περέιρα.
από τον Μίμη Νάτσιο
Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει (Que Dios nos Perdone)
Στην θερμή Μαδρίτη του καλοκαιριού 2011, που περιμένει την επίσκεψη του Πάπα, ηλικιωμένες γυναίκες βρίσκονται σεξουαλικά κακοποιημένες και δολοφονημένες. Δύο αστυνομικοί, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, αναζητούν έναν δράστη με χαρακτηριστικά serial killer, ο οποίος όμως καταφέρνει να τους ξεγλιστρά.
Δύο ντετέκτιβ που αναζητούν έναν serial killer δεν ακούγεται σίγουρα πρωτότυπο σενάριο. Ο ισπανικός κινηματογράφος, όμως, φαίνεται να εξελίσσει το είδος του αστυνομικού θρίλερ, που στο Χόλυγουντ φαίνεται να έχει κολλήσει στο «Seven» και αυτό αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. O Ροδρίγο Σορογκογέν, σκηνοθέτης με κυρίως τηλεοπτική εμπειρία, στην τρίτη ταινία του κατορθώνει να παρουσιάσει ένα πολύ ενδιαφέρον μείγμα, που κρατά το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος, παρά τη μεγάλη διάρκεια.
Οι δύο αταίριαστοι αστυνομικοί που ερευνούν μια σειρά φόνων είναι από τη μια μεριά ο οξύθυμος και δυναμικός με το μονίμως ξεκούμπωτο πουκάμισο Χαβιέρ (Ρομπέρτο Άλαμο) και από την άλλη ο μεθοδικός και σιωπηλός λόγω του τραυλίσματός του Λουίς, πάντα με κοστούμι και γραβάτα (Αντόνιο ντε λα Τόρε, που είδαμε στην «Οργή Ενός Υπομονετικού Ανθρώπου»). Ενώ αναζητούν τον δολοφόνο έχουν να αντιμετωπίσουν παράλληλα τα προσωπικά τους προβλήματα.
Όσο πλησιάζουν στην αποκάλυψή του, η δική τους σκοτεινή πλευρά έρχεται στην επιφάνεια. Ο Σορογκόγιεν, χωρίς να παρουσιάζει μια διδακτική αλληγορία, σχολιάζει με τον τρόπο του μια σύγχρονη κοινωνία, όπου η βία, η καταπιεσμένη οργή και η απαγορευμένη επιθυμία οδηγούν σε εκρήξεις. Ο Ισπανός σκηνοθέτης μοιάζει να παρακολουθεί όσα συμβαίνουν από το μάτι της πόρτας, όπως ο Λουίς την καθαρίστρια της πολυκατοικίας του, χωρίς να νοιάζεται για τον χρόνο που κυλά.
Ωστόσο, ενώ η ταινία είναι μια κομψά σκηνοθετημένη κατάβαση προς την κόλαση, το τέλος της απογοητεύει, αποτελώντας μια ανώμαλη προσγείωση. Ίσως αυτό να αποτελεί μια αδυναμία του σύγχρονου ισπανικού κινηματογράφου, ίσως μια ιδιαιτερότητα που πρέπει να συνηθίσουμε, γιατί οι Ισπανοί φαίνεται ότι έχουν πολλά να δώσουν τα επόμενα χρόνια.