– του Αντώνη Γεωργακόπουλου
Το ελληνικό πρωτάθλημα, έχει “αναζωπυρώσει” το ενδιαφέρον των Ελλήνων οπαδών, πιθανότατα για τους λάθους λόγους.
Πολλοί έσπευσαν να “εκθειάσουν” τη φετινή Superleague, μόνο και μόνο για το γεγονός πως οι «τέσσερις μεγάλοι» χάνουν πολύτιμους βαθμούς για τη διεκδίκηση του τίτλου, πολύ συχνά, με εξαίρεση την ΑΕΚ η οποία έχει μόνο ένα αρνητικό αποτέλεσμα.
Σίγουρα, το να υπάρχει ανταγωνιστικότητα, είναι κάτι το οποίο βοηθάει στο να υπάρχει ενδιαφέρον για την παρακολούθηση μιας αθλητικής διοργάνωσης.
Κάπου εδώ, όμως, χάνουμε την έννοια της ανταγωνιστικότητας. Ανταγωνιστικότητα υπάρχει στην Αγγλία, όπου οι δύο πρώτοι έχουν 19 βαθμούς με 6/7 νίκες. Ανταγωνιστικότητα επίσης υπάρχει στην Ιταλία όπου ο πρώτος έχει 21 βαθμούς με 7/7 νίκες, και ο δεύτερος 19 με 6/7.
Θα ήταν παράλογο να ζητήσουμε να φτάσουμε τα κορυφαία ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, ωστόσο οφείλουμε να κοιτάμε προς αυτή την κατεύθυνση η οποία αποδεδειγμένα είναι και η σωστή.
Και κάπου εδώ φτάνει το μεγάλο ερώτημα. Θέλουμε ο πρωταθλητής στο τέλος της χρονιάς να είναι καλύτερος αγωνιστικά από όλους τους υπόλοιπους διεκδικητές που έμειναν πίσω, ή να έχει κάνει τις λιγότερες «γκέλες» και να αναδειχθεί ο καλύτερος των χειρότερων;
Το πραγματικό πρόβλημα, είναι πως ένα προϊόν (βλέπε Superleague), δεν τράβηξε την προσοχή μας ούτε για το βελτιωμένο θέαμα που βλέπουμε στο χορτάρι, ούτε για τη διόρθωση διαιτητικών αποφάσεων, ούτε για τον αυξημένο αριθμό κόσμου που πηγαίνει στα γήπεδα, αλλά αντιθέτως, τράβηξε την προσοχή μας επειδή οι θεωρούμενοι «καλοί», έγιναν χειρότεροι.