Έντονη κριτική στον τρόπο επιλογής των ηγεσιών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, ασκούν οι πρώην πρόεδροι του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Δημήτρης Παξινός και Γιάννης Αδαμόπουλος, με αφορμή τις πρόσφατες προαγωγές που έγιναν στον Άρειο Πάγο, αλλά και τις επικείμενες στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ επισημαίνουν τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας στο ζήτημα των […]
Έντονη κριτική στον τρόπο επιλογής των ηγεσιών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, ασκούν οι πρώην πρόεδροι του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Δημήτρης Παξινός και Γιάννης Αδαμόπουλος, με αφορμή τις πρόσφατες προαγωγές που έγιναν στον Άρειο Πάγο, αλλά και τις επικείμενες στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ επισημαίνουν τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας στο ζήτημα των δικαστικών προαγωγών.
Ειδικότερα, οι κύριοι Παξινός και Αδαμόπουλος, αναφέρουν:
«Η διαδικασία επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων αποτελεί σημείο τομής περισσότερων αξιολογήσεων συνταγματικής περιωπής. Από τη μία πλευρά, καλείται να αποτυπώσει εύγλωττα τη λαϊκή κυριαρχία ως βασική οργανωτική αρχή του πολιτεύματος, δικαιώνοντας την επιταγή ότι και οι τρεις εξουσίες πηγάζουν από το λαό και ασκούνται υπέρ αυτού.
Από την άλλη πλευρά, ακριβώς επειδή υπηρετεί τέτοιες αξιώσεις δημοκρατικής νομιμοποίησης, μοιραία ενσωματώνει διασταύρωση και με άλλες λειτουργίες, την εκτελεστική ή/και τη νομοθετική, ανάλογα με τη συνταγματική παράδοση κάθε Κράτους.
Η στάθμιση που επιχειρεί η παράγραφος 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος καταλείπει τη σχετική αρμοδιότητα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, το οποίο και έχει έτσι την καθοριστική ουσιαστική κρίση».
Ακόμη, αναφέρουν ότι η σχετική ρύθμιση για τις επιλογές των δικαστών «επιδέχεται ίσως βελτιώσεις που διασφαλίζουν ακόμη μεγαλύτερη διαφάνεια και αποτελεσματικότητα (όπως λχ επιλογή προέδρων μόνο μεταξύ αντιπροέδρων που έχουν θητεία ορισμένης διάρκειας, επιλογή από ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα)».
Σε άλλο σημείο της δήλωσής τους σημειώνουν: «Η εκτελεστική εξουσία έχει καταστήσει ρυθμιστή των αποφάσεών της τη Δικαιοσύνη τόσο με πολιτικές επιλογές της (πχ τηλεοπτικές άδειες) όσο και με την εμπλοκή στελεχών της σε ποινικές δίκες» και προσθέτουν:
«Όπως όμως συμβαίνει πάντοτε, υγιείς θεσμοί εκτρέπονται όταν τα πρόσωπα που καλούνται να τους υπηρετήσουν δεν εμφανίζονται αντάξια των περιστάσεων ή υποκύπτουν στη χρόνια ασθένεια της κομματικής ή συμφεροντολογικής αλλοίωσης ύψιστων λειτουργιών.
Οι λεγόμενες “μεγάλες δίκες”, που τα τελευταία χρόνια ζει ο ελληνικός λαός, δεν μπορεί, ανάλογα με τη δικαστική κρίση, να “στιγματίζουν” τους εμπλεκόμενους δικαστές με θετική ή αρνητική κρίση κατά την επιλογή τους».
Κλείνοντας την δήλωσή τους αναφέρουν: «Για ακόμη μια φορά λοιπόν, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η χώρα δεν έχει πρόβλημα θεσμών, τουλάχιστον γραπτά κατοχυρωμένων. Το αν έχει πρόβλημα προσώπων που τους ενσαρκώνουν ή τους υπηρετούν, πρέπει να το αναλογιστούμε κάθε φορά που καλούμαστε να τα επιλέξουμε».