Ποινή φυλάκισης 10 ετών με αναστολή επιβλήθηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων στον πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ Ιωάννη Διώτη, για την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ.
Το δικαστήριο έκρινε τον Διώτη ένοχο επειδή δεν αξιοποίησε τα στοιχεία που περιελάμβανε η λίστα των ελλήνων καταθετών στην τράπεζα HSBC της Γενεύης, αναγνωρίζοντας μάλιστα πως οι ενέργειές του έγιναν για να ωφεληθούν, πρακτικά δηλαδή για να μην ελεγχθούν, τα 2.059 πρόσωπα της λίστας.
Η εισαγγελέας της έδρας είχε εισηγηθεί προ περίπου 20 ημερών την απαλλαγή του Ιωάννη Διώτη, με το σκεπτικό ότι δεν ήταν μόνο εκείνος που γνώριζε για τη λίστα έτσι ώστε να την καταστρέψει.
Κατά την εισαγγελέα από τις ενέργειες ή τις παραλείψεις του πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ δεν προέκυψε ζημία για το ελληνικό Δημόσιο αφού στη συνέχεια διενεργήθηκαν οι έλεγχοι, ούτε και προκλήθηκε παραγραφή για να στοιχειοθετηθεί η πράξη της απιστίας, παρά μόνο με τη μορφή της απόπειρας, καθώς παρέλειψε να δώσει εντολή ελέγχου για συγκεκριμένα στοιχεία.
Όπως είχε υποστηρίξει η εισαγγελέας στην πρόταση της, δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο ότι ο Διώτης γνώριζε πως θα επέλθει ελάττωση της δημόσιας περιουσίας, ενώ κατά την ίδια ήταν εκείνος που διέσωσε τα 2.059 αρχεία ονομάτων, τη στιγμή που αντέγραψε το στικάκι και το παρέδωσε στον νέο υπουργό Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο, κίνηση με την οποία αναιρείται ο δόλος του.
«Μόνο κάποιος αφελής θα έλεγε ότι δεν έδωσε εντολή για να αποτρέψει τον έλεγχο, ενώ η λίστα ήταν σε γνώση άλλων προσώπων» είχε αναφέρει επιπρόσθετα η εισαγγελέας.
Κατά την απολογία του στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο Ιωάννης Διώτης είχε υποστηρίξει την αθωότητά του, λέγοντας μεταξύ άλλων πως δεν τέλεσε καμία αξιόποινη πράξη. Ο ίδιος είχε επιμείνει στην άποψη ότι η λίστα Λαγκάρντ δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση ελέγχου από το ΣΔΟΕ καθώς αποτελούσε παρανόμως αποκτηθέν υλικό, είχε δε ισχυριστεί ότι «απαγορευόταν από τις νομοθετικές διατάξεις η χρήση της λίστας».