Φωτιά ήταν η κατάθεση της μάρτυρος Αικατερίνης Τσακάλου, πρώην γραμματέως του άλλοτε ισχυρού άνδρα της γερμανικής εταιρείας στην Ελλάδα, Μιχάλη Χριστοφοράκου στη δίκη για το σκάνδαλο της Siemens, που βρίσκεται σε εξέλιξη στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας.
Η κ. Τσακάλου μίλησε για «δωρεές», όπως οικιακός εξοπλισμός, τηλεφωνικά κέντρα σε πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η σύζυγός του, Μάρεβα Γκραμπόβσκι, η Ντόρα Μπακογιάννη και ο Άκης Τσοχατζόπουλος. Η μάρτυρας έκανε επίσης λόγο και για ιδιαίτερες σχέσεις με τους κ.κ. Γείτονα και Μαντέλη.
Έκανε μάλιστα αναφορά και στη ναύλωση ελικοπτέρου, προκειμένου να μεταβεί ο Μιχάλης Χριστοφοράκος στο γάμο του Κώστα Μπακογιάννη, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να καταθέσει ποιος είχε ναυλώσει το ελικόπτερο.
Η κ. Τσακάλου διευκρίνισε, ωστόσο, πως τα συγκεκριμένα δώρα δεν ήταν μεγάλης αξίας σε σχέση με το 2% που πήγαινε για τις χορηγίες στα κόμματα. Όπως ανέφερε, τα «δώρα» αυτά ήταν περισσότερο για την προβολή της Siemens και, συνεχίζοντας, τόνισε: «Δεν μπορεί να πει κανείς ότι κάποιος δωροδοκήθηκε με ένα ψυγείο και μια κουζίνα».
Η πρώην γραμματέας του κ. Χριστοφοράκου, που έχει καταθέσει και ενώπιον της Επιτροπής της Βουλής, επανέλαβε και ενώπιον του δικαστηρίου όσα είχε πει αρχικά για χορηγίες της Siemens προς πολιτικά κόμματα -«προκειμένου να ανοίγουν οι δουλειές», αλλά και για «δώρα» προς πολιτικά πρόσωπα. Μάλιστα, ανέφερε πως αυτά της τα είχε πει ο Μιχάλης Χριστοφοράκος.
Ακόμη, η μάρτυρας τόνισε πως η Νεολαία του ΠΑΣΟΚ είχε λάβει χορηγία 15.000 ευρώ, ενώ χορηγία είχε λάβει και η Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά. Η ίδια μάλιστα επιβεβαίωσε και το 1.000.000 μάρκα που φέρεται να έφυγαν από την Siemens προς τον Θεόδωρο Τσουκάτο.
Η μάρτυρας δέχθηκε «βροχή» σχετικών ερωτήσεων από την έδρα και, απαντώντας, έκανε εκτενή αναφορά στις σχέσεις του Μιχάλη Χριστοφοράκου με την οικογένεια Μητσοτάκη.
«Μου είχε παραγγείλει τηλεφωνικά κέντρα για τον εξοπλισμό δυο πολιτικών γραφείων του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μάλιστα, νομίζω ότι η κάλυψη της δαπάνης ξεπερνούσε το επιτρεπόμενο όριο. Μου είχε πει ο Χριστοφοράκος να βρω τρόπο να καλυφθούν από την εταιρεία, αλλά εγώ δεν είχα κανέναν μαγικό τρόπο. Υπήρξε μεγάλη χρονοτριβή, έγινε φασαρία στον Τύπο και τελικά τα κάλυψε ο κ. Μητσοτάκης».
Η κυρία Τσακάλου διευκρίνισε πάντως οι συγκεκριμένες δαπάνες δεν ενέπιπταν στα λεγόμενα «μαύρα ταμεία», καθώς χρεώνονταν με «θέση κόστους». Ωστόσο, η ίδια μίλησε για ταξίδι που είχε κάνει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στο εξωτερικό και για το οποίο, όπως είπε, ο Μιχάλης Χριστοφοράκος της είχε δώσει 10.000 ευρώ, προκειμένου να τα καταθέσει σε λογαριασμό ως δαπάνες.
Στο πλαίσιο της κατάθεσής της, η κ. Τσακάλου ανέφερε ακόμη πως ο Μιχάλης Χριστοφοράκος μετά το 2006 της είχε ζητήσει να καταστρέψει όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της μεταξύ των οποίων και ο περίφημος φάκελος, ο οποίος περιείχε τις δωρεές σε πολιτικούς και τις χορηγίες σε πολιτικά κόμματα. Ο φάκελος αυτός δεν καταστράφηκε.
Αναφερόμενη στον Μιχάλη Χριστοφοράκο, τον περιέγραψε ως έναν «σκληρό» manager. Είπε χαρακτηριστικά: «Πρόκειται για μια πολύπλευρη προσωπικότητα και έναν εξαιρετικά ικανό manager. Δεν κύλαγε αίμα μέσα του. Ήταν ευφυέστατος, μηχανορράφος και τραγικά φιλόδοξος. Έκανε επέλαση. Είχε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που έχουν όλοι οι νοσηρά φιλόδοξοι άνθρωποι. Αλλά δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς σε αυτή τη θέση».
Η μάρτυρας μίλησε όμως και για τον Πρόδρομο Μαυρίδη, ο οποίος τότε ήταν ο επικεφαλής του τμήματος τηλεπικοινωνιών της Siemens. Όπως είπε: «Ο Μαυρίδης ήταν ευθύς άνθρωπος με αξίες, με αρχές. Δεν υπήρχε περίπτωση να κρεμάσει φίλο και, όπως ήταν φυσικό, σε αυτό το επίπεδο συγκρουόταν με έναν ξύλινο ηγέτη, όπως ήταν ο Χριστοφοράκος. Ο Χριστοφοράκος ήθελε ο Μαυρίδης να διοικεί τις τηλεπικοινωνίες, αλλά δεν του επέτρεπε να έχει τον έλεγχο των οικονομικών του τμήματος. Ο Χριστοφοράκος έπαιρνε το 2% του τζίρου του τμήματος και το έστελνε στη Γερμανία. Ο Μαυρίδης ασχολιόταν να φέρνει πελάτες».
Τέλος, μίλησε και για τον ξυλοδαρμό που υπέστη έξω από το σπίτι της, τον Μάρτιο του 2015, αλλά και διάφορα περιστατικά μικρότερης σοβαρότητας, τα οποία της έχουν συμβεί και τα συνδέει με την επαγγελματική της ιδιότητα.