Κατηγορηματικά απέκλεισε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος το ενδεχόμενο να υπάρξει τέταρτο πρόγραμμα για την Ελλάδα, μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. «H εκδοχή ενός τέταρτου προγράμματος για την Ελλάδα είναι απολύτως αποκλεισμένη από όλες τις πλευρές. Κανείς δεν το θέλει», υπογράμμισε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό […]
Κατηγορηματικά απέκλεισε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος το ενδεχόμενο να υπάρξει τέταρτο πρόγραμμα για την Ελλάδα, μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
«H εκδοχή ενός τέταρτου προγράμματος για την Ελλάδα είναι απολύτως αποκλεισμένη από όλες τις πλευρές. Κανείς δεν το θέλει», υπογράμμισε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό 24/7, εξηγώντας ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν το θέλει, τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης δεν το θέλουν, οι θεσμοί δεν το θέλουν, το ΔΝΤ δεν το θέλει.
Ο κ. Τζανακόπουλος, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι η συζήτηση για τη μεταμνημονιακή περίοδο, δηλαδή από τον Αύγουστο του 2018 και μετά, δεν έχει ανοίξει ακόμα και πως όταν ξεκινήσει, θα πρέπει να γίνει με όρους ψυχραιμίας και ηπιότητας. Σημείωσε ότι σε κάθε περίπτωση, μετά τον Αύγουστο του 2018 θα αυξηθούν σε μεγάλο βαθμό οι βαθμοί ελευθερίας της ελληνικής κυβέρνησης.
Ερωτηθείς με αφορμή τα σενάρια που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες για το πλαίσιο εντός του οποίου θα προχωρήσει η Ελλάδα μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος, είπε πως δεν θεωρεί ότι με βάση τις αποφάσεις του Eurogroup προκύπτει ζήτημα για προληπτική πιστωτική γραμμή ή ενισχυμένη πιστοληπτική γραμμή, επομένως πρέπει να διαπραγματευτούμε για ένα πλαίσιο (δημοσιονομικής) παρακολούθησης στο πλαίσιο των υπαρκτών θεσμών της ΕΕ και της Ευρωζώνης, με κυρίαρχο τον ρόλο της Κομισιόν.
Ο κ. Τζανακόπουλος χαρακτήρισε υποκριτική την κριτική της ΝΔ, επισημαίνοντας ότι όλες οι χώρες είτε υπήρξαν εντός προγράμματος, είτε όχι, έχουν συγκεκριμένους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα και υποχρεώσεις που προέρχονται από αυτούς. Επισήμανε ότι η δημοσιονομική παρακολούθηση είναι το δεδομένο πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί η ευρωζώνη και η ΕΕ. Υπενθύμισε δε ότι οι δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα που είχε αποδεχτεί η ΝΔ το 2012 ήταν περίπου 4,5% έως το 2031.
Ασκησε έντονη κριτική στη ΝΔ, με αφορμή την ατζέντα ασφάλειας και “ανομίας” που αναδεικνύει, δίνοντας επίσης εικόνα για το τι αναμένεται να διαμειφθεί αύριο στη Βουλή όπου θα συζητηθεί το ζήτημα στην Ώρα του Πρωθυπουργού. «Δεν θεωρώ ότι πατά γερά στην πραγματικότητα η αίσθηση που προσπαθούν να δημιουργήσουν ΝΔ και φιλικά προς αυτήν ΜΜΕ που ασκούν ένα είδος ιδεολογικής τρομοκρατίας, ότι βρισκόμαστε σε κατάσταση γενικευμένης ανομίας και ανασφάλειας», είπε και προσέθεσε ότι «είναι μια ολισθηρή πορεία αυτή που έχει ακολουθήσει η ΝΔ και προσπαθεί να πυροδοτήσει συντηρητικά, φοβικά αντανακλαστικά, τρομοκρατώντας». Τόνισε ότι Αθήνα δεν έχει τη σιδερόφραχτη εικόνα του 2010-14. Παράλληλα, μίλησε για τρομερές πολιτικές αντιφάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε αυτό το θέμα.
«Θα ακούσουμε αύριο μια ιστορία του κ. Μητσοτάκη ότι ζούμε σε μια χώρα όπου επικρατεί χάος και ανασφάλεια, θα προσπαθήσει να κάνει τη χώρα να μοιάζει με το “Γκόθαμ Σίτι”», σχολίασε σκωπτικά, για να τονίσει ότι «εμείς θα απαντήσουμε με συγκεκριμένα στοιχεία και θα αναδείξουμε τους βασικούς άξονες της αντεγκληματικής πολιτικής της κυβέρνησης». Είπε, επιγραμματικά, ότι η ΕΛΑΣ έχει περιορίσει τα βαριά ποινικά αδικήματα στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δέκα χρόνων, στοιχεία που θα καταθέσει αύριο ο πρωθυπουργός, και έχει καταγράψει μεγάλες επιτυχίες το τελευταίο διάστημα: από την εξάρθρωση εγκληματικών οργανώσεων διακίνησης ναρκωτικών, μέχρι τη διαλεύκανση και εξάρθρωση των εγκληματικών συμμοριών στις υποθέσεις Ζαφειρόπουλου και Λεμπιδάκη.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επιτέθηκε στη ΝΔ και σχετικά με τη SIEMENS, με αφορμή την κατάθεση της γραμματέα του Μιχάλη Χριστοφοράκου που αναφέρει ονομαστικά τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και άλλους πολιτικούς είτε της ΝΔ είτε του ΠΑΣΟΚ, όπως είπε. «Ο κ. Μητσοτάκης για τις ειδικές σχέσεις που διατηρούσε με τη SIEMENS δεν έχει απαντήσει ποτέ», «πρέπει να δώσει συγκεκριμένες και σαφείς πολιτικές απαντήσεις σε αυτά», τόνισε.
Χαρακτήρισε την υπόθεση της SIEMENS ως την «εξαιρετικά αιχμηρή κορυφή του παγόβουνου», που «συμπυκνώνει τη λογική και τις πρακτικές τροχοδρόμησης του πολιτικού συστήματος των προηγούμενων δεκαετιών».
Σημείωσε, επίσης, ότι η ΝΔ οφείλει να απαντήσει και αναφορικά με τον κ. Αυγενάκη.
Ερωτηθείς σχετικά με την κριτική που έχει ασκηθεί στον Γιάννη Μουζάλα, είπε ότι η πολύ έντονη κριτική για το συγκεκριμένο ζήτημα είναι μάλλον άδικη και πως βεβαίως μπορούν να κατατίθενται απόψεις και από εκεί και πέρα κρίνονται. Σημείωσε ότι «η κοινή δήλωση ΕΕ-Τουρκίας, στην οποία μπορεί κανείς να ασκήσει κριτική, πρέπει να κατανοήσουμε ότι ήταν μια αναγκαστική επιλογή. Βρεθήκαμε σε μια κατάσταση που έπρεπε μόνοι μας να διαχειριστούμε ένα τεράστιο κύμα μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών και η κοινή δήλωση ήταν η μοναδική λύση που υπήρχε στο τραπέζι». «Η κυβέρνηση στο πλαίσιο αυτής της κοινής δήλωσης κάνει ό,τι είναι εφικτό για να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης», υπογράμμισε και προσέθεσε ότι τα βέλη της κριτικής πρέπει να στραφούν στο γεγονός ότι κάποιες χώρες έκλεισαν τα σύνορά τους.
Στο ερώτημα αν θα αντικατασταθεί ο κ. Μουζάλας, είπε ότι δεν τίθεται κανένα θέμα αλλαγής του. Ανέφερε ότι υπάρχει η υποψηφιότητα του κ. Μουζάλα για τη θέση του Επιτρόπου Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης και ότι επειδή η θέση είναι ασυμβίβαστη, είναι προφανές ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί εφόσον προχωρήσει η υποψηφιότητα του. «Αν δεν προχωρήσει η υποψηφιότητα, δεν τίθεται κανένα θέμα αλλαγής του κ. Μουζάλα», πρόσθεσε.
Μιλώντας για την Ευρώπη είπε ότι η μάχη που εξελίσσεται και το μεγάλο ερώτημα αφορούν στο ποιος θα εκπροσωπήσει στο πολιτικό επίπεδο τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια και κινητικότητα που έχει προκύψει από τα αποτελέσματα της κρίσης: «Θα υπάρξει ένας δυναμικός αριστερός φορέας που θα μπορέσει να εκφράσει αυτή τη δυναμική στο πολιτικό επίπεδο ή από δυνάμεις της αντίδρασης;».
Με αφορμή τη συζήτηση για στροφή της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας και τις διεργασίες της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, σχολίασε ότι η συζήτηση αυτή «δεν έχει καν ακουμπήσει τις διαδικασίες και τις συζητήσεις για την ανάδειξη της ηγεσίας του νέου πολιτικού φορέα που δεν ξέρουμε και ακριβώς και ποιος θα είναι. «Αυτό είναι το δυστύχημα σε αυτή την περίπτωση, δεν υπάρχει ούτε η διάθεση για μια σε βάθος πολιτική συζήτηση, δεν υπάρχει διάθεση να συζητηθούν οι πιθανότητες πολιτικών μετατοπίσεων της Κεντροαριστεράς και μια αυτοκριτική για το γεγονός ότι από το 2012 και μετά έγινε ένα με τη ΝΔ», πρόσθεσε.
Ως προς το θέμα των ηλεκτρονικών καρτών των μέσων μεταφοράς και τις ουρές, είπε ότι μέσα στις επόμενες 5 ημέρες το πρόβλημα θα έχει επιλυθεί, θα έχει ολοκληρωθεί η έκδοση, το πρόβλημα έχει αρχίσει να περιορίζεται και μέσα στις επόμενες μέρες θα έχει επιλυθεί πλήρως και ολοκληρωτικά. Η κάρτα εκδίδεται άπαξ, δεν θα επαναληφθεί αυτή η εικόνα, επισήμανε.
Αναφορικά με τον ΕΔΟΕΑΠ, τόνισε ότι οι εργοδότες υπονόμευσαν την προσπάθεια της κυβέρνησης και των εργαζομένων για κοινά αποδεκτή λύση και δεν της άφησαν άλλη επιλογή από το να νομοθετήσει ώστε να διασωθεί ο ΕΔΟΕΑΠ. Σχολίασε πως το επιχείρημα ότι θα κλείσουν επιχειρήσεις και θα απολυθούν εργαζόμενοι, εκ μέρους των επιχειρηματιών είναι ιστορικά διαχρονικό όποτε έρχεται μια νέα ρύθμιση. «Είναι γνωστή ρετσέτα αυτή”» σχολίασε.
Ερωτηθείς για τα “κομματικά ΜΜΕ” του ΣΥΡΙΖΑ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι «ο στόχος μας δεν είναι να προβούμε σε ειδική μεταχείριση των συγκεκριμένων Μέσων», εξηγώντας ότι «ο τρόπος που αντιμετωπίζονται αυτά τα Μέσα είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζονται και όλα τα υπόλοιπα. Για τα ίδια πράγματα χρεώνονται, τους ίδιους φόρους πρέπει να πληρώνουν, τις ίδιες ασφαλιστικές εισφορές πρέπει να πληρώνουν, την ίδια μεταχείριση έχουν, όπως και όλα τα υπόλοιπα μίντια» και ότι «από εκεί και πέρα η δυνατότητά τους να επιβιώνουν εξαρτάται και από την κατάσταση συνολικά της αγοράς στον χώρο αυτό». Τόνισε επίσης ο κ. Τζανακόπουλος ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ όμως έχει πει ότι θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για τη διάσωση και των δύο μέσων, τα οποία, όπως και όλα τα υπόλοιπα μίντια στη χώρα, βιώνουν τα αποτελέσματα μιας παρατεταμένης κρίσης», για να συμπληρώσει: «Έχω όμως την απόλυτη πεποίθηση ότι θα διαχειριστεί το πρόβλημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».