Ο αδελφός του πρώην πρωθυπουργού, Σπύρος Σημίτης, είναι ύποπτος για διακίνηση μαύρου χρήματος, προερχομένου από δωροδοκίες, σύμφωνα με το αίτημα δικαστικής συνδρομής που απέστειλαν οι ελληνικές Αρχές στην Ελβετία.
Με τίτλο του ρεπορτάζ «Ψάχνουν την offshore του Σπύρου Σημίτη», η Realnews αναφέρει πως ο αδερφός του πρώην πρωθυπουργού είναι ύποπτος για διακίνηση μαύρου χρήματος, προερχόμενου από δωροδοκίες, σύμφωνα με την εισαγγελία κατά της Διαφθοράς.
Η εφημερίδα αποκαλύπτει το επίσημο αίτημα να ανοίξουν οι λογαριασμοί του στην Ελβετία. Αναφέρει επίσης πως στο έγγραφο που απεστάλη πριν από λίγες ημέρες, τις υπόνοιες για την τέλεση των κακουργηματικής φύσης αδικημάτων φαίνεται να τις συνδέουν οι εισαγγελείς με τη συγγενική σχέση που έχει με τον Κ. Σημίτη και ενδεχόμενη δωροδοκία του.
Στις δωροδοκιών φέρεται να εμπλέκεται ο πρώην πρωθυπουργός ο Μιζέλ Ζοσεράν, πρώην μεγαλοστέλεχος της Thales Engineering and Consulting, η οποία είχε αναλάβει τον εκσυγχρονισμό των έξι φρεγατών τύπου S του Πολεμικού Ναυτικού.
Ο Ζοσεράν είχε υποστηρίξει το 2005 ότι η γαλλική εταιρεία έχασε το σύστημα ασφαλείας C4i των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 επειδή στόχευσε χαμηλά και όχι κατευθείαν στον υπουργό Εσωτερικών και στον πρωθυπουργό, όπως είχαν πράξει οι ανταγωνιστές τους, που κέρδισαν και το έργο.
Η Δικαιοσύνη έφτασε στην υπόθεση όταν ακολουθώντας τα ίχνη του εμβάσματος των 845.000 ευρώ που απέστειλε το 2010 ο αδελφός του πρώην πρωθυπουργού από τις Μπαχάμες σε ελληνικό τραπεζικό ίδρυμα και από εκεί, μέσα σε πέντε μόλις μέρες, στη Γερμανία, κατάφερε να βρει την άκρη του νήματος.
Συγκεκριμένα, οι εισαγγελικές Αρχές, συνδυάζοντας τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους από υφιστάμενες λίστες μεγαλοκαταθετών σε πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού, ανακάλυψαν ότι η εν λόγω εταιρεία με διαχειριστή τον Σπύρο Σημίτη διαθέτει τραπεζικό λογαριασμό στην ελβετική UBS.
Το ζήτημα είχε έρθει για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας τον Ιούλιο του 2017. Τότε, ο Σπύρος Σημίτης απειλούσε με μηνύσεις.
Διαβάστε την δήλωση που είχε κάνει το καλοκαίρι:
«Ενημερώθηκα για τα δημοσιεύματα που υπονοούν, ότι διακίνησα χρήματα “παράνομης προέλευσης”. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απαράδεκτοι, συκοφαντικοί και εξυπηρετούν προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες.
«Εργάστηκα ως καθηγητής του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης επί πενήντα περίπου χρόνια. Δίδαξα επίσης κι εργάστηκα στις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία. »Συνεργάστηκα επανειλημμένα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η σύζυγός μου εργάστηκε ως ψυχαναλύτρια επί σαράντα περίπου χρόνια, με σημαντική επιπλέον εκδοτική δραστηριότητα. «Κατά την περίοδο 2001 μέχρι και το 2011 είχα στη Γερμανία καθαρά εισοδήματα ύψους 1.448.000 ευρώ – σύμφωνα με τα στοιχεία της Εφορίας – μετά δηλαδή από τις φορολογικές και άλλες κρατήσεις. Τις δύο προηγούμενες δεκαετίες τα εισοδήματά μου ήταν πιο υψηλά, ή τουλάχιστον αντίστοιχα. »
Από την πώληση ακινήτων μου στην Ελλάδα επίσης, έχω εισπράξει περίπου 500.000 ευρώ. Οι αποταμιεύσεις μας αυτές προέρχονται από την εργασία μιας ζωής. Είναι σημαντικές. Τις επενδύσαμε σε διεθνείς τράπεζες κρίνοντας τις αποδόσεις. »Στην Ελλάδα έκανα ένα έμβασμα στις 21/5/2010 με το ποσό των 845.000 ευρώ για την αγορά ακινήτου. Τις μέρες εκείνες υπήρξε στην Ελλάδα έκρηξη ανησυχίας, με συνέπεια μεγάλη φυγή κεφαλαίων. Αγορά ακινήτου υπό τις συνθήκες αυτές δεν ήταν πια νοητή.
Επανέφερα το ποσό των 800.000 ευρώ στην Τράπεζα του τόπου κατοικίας μου, στη Γερμανία. »Η φήμη που κυκλοφόρησε – ότι τα χρήματά μου έχουν “παράνομη προέλευση” – είναι ως εκ τούτου αναληθής και άκρως συκοφαντική. Όλα τα χρήματά μας είναι προϊόν της δουλειάς μας. Θα προσφύγω στη δικαιοσύνη, εναντίον οιουδήποτε επιδιώξει τη συκοφαντική δυσφήμισή μου».