Ως μείγμα υπερβολικής λιτότητας, υψηλών πλεονασμάτων και χαμηλής ανάπτυξης χαρακτηρίζει τον προϋπολογισμό για το 2018 το αρμόδιο Γραφείο της Βουλής στη νέα του έκθεση.
«Η επιστημονική επιτροπή του Γραφείου εκφράζει την ανησυχία της για την επίμονη επιδίωξη υψηλότερων του στόχου πρωτογενών πλεονασμάτων» επισημαίνεται στην εισαγωγή της έκθεσης για να συνεχίσει: «Προφανώς συνεπάγονται υπερβολική λιτότητα και επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη.
Όμως επηρεάζουν και τα διαπραγματευτικά περιθώρια της χώρας, επιτρέπουν στην κυβέρνηση να διοχετεύσει πόρους σε στόχους που έχουν για την ίδια πολιτική προτεραιότητα και οδηγούν στη δημιουργία ταμειακών αποθεμάτων, ιδίως για τη μεταβατική περίοδο μετά τη λήξη του Μνημονίου».
Σε άλλο σημείο τονίζεται πως «Σύμφωνα με το Σχέδιο Προϋπολογισμού, στόχος είναι να συζευχθεί η δημοσιονομική υπευθυνότητα με κοινωνική δικαιοσύνη. Με τη διπλωματική διατύπωση υπευθυνότητα, εννοείται η εφαρμογή των όσων έχουν συμφωνηθεί στο τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής. Όπως όμως έχει υποστηριχθεί, ο συνδυασμός λιτότητας και αδικίας μειώνει τις πιθανότητες επιτυχίας ενός προγράμματος προσαρμογής».
Επίσης, η επιστημονική επιτροπή αμφισβητεί και τη δυνατότητα άσκησης κοινωνικής πολιτικής υπογραμμίζοντας «τη γενική στόχευση ως προς την κοινωνική διάσταση υπηρετεί μεν η εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και η διανομή του «κοινωνικού μερίσματος», αλλά αυτήν ακριβώς αντιστρατεύονται άλλα μέτρα που προβλέπει το ίδιο το Σχέδιο Προϋπολογισμού (π.χ. η σαφής προτίμηση υπέρ των έμμεσων φόρων, ειδικά όσο οι έμμεσοι φόροι δεν χρηματοδοτούν αναδιανεμητικές μεταβιβάσεις, η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών στα νησιά, η μείωση του επιδόματος θέρμανσης κ.α.. Επομένως το ίδιο το Σχέδιο Προϋπολογισμού αδυνατίζει εν μέρει το σχετικό επιχείρημα».