Ενόψει της κυκλοφορίας της αυτοβιογραφίας της η αξέχαστη Σαμάνθα Φοξ μίλησε για τις παρτίδες της με τα κολομβιανά καρτέλ ναρκωτικών, το πιο σοκαριστικό θέαμα που αντίκρισε ποτέ σε συναυλία της, καθώς και το πώς κατέληξε να μένει στη διπλανή πόρτα με τη Μάργκαρετ Θάτσερ.
Η ζωή την πήρε από την Playboy Mansion του Χιου Χέφνερ στο Μπέρβερλι Χιλς μέχρι τα πεδία μάχης της Βοσνίας, αλλά είναι δύσκολο να ανταγωνιστεί τα όσα βίωσε στην πρωτεύουσα της κοκαΐνης, το Μεντεγίν της Κολομβίας.
«Κάναμε περιοδείες στη Νότια Αμερική, που είναι ένα ονειρεμένο μέρος, αλλά πολύ τρομακτικό σε κάποια σημεία του. Όταν φτάσαμε στην Κολομβία, ο πόλεμος που είχε κηρύξει ο Τζορτζ Μπους στα ναρκωτικά ήταν σκληρός και κανείς διεθνής σταρ δεν έκανε εκεί εμφανίσεις. Όμως όταν έφτασα εκεί, στο αεροδρόμιο με περίμεναν 10.000 άνθρωποι. Ήταν τόσο χαρούμενοι που κάποιος από την Αγγλία είχε φτάσει χώρα τους και έλεγαν “Η Σαμ Φοξ δεν φοβάται. Συγκινήθηκα και ένιωσα όπως οι Beatles όταν όλοι άρχισαν να χοροπηδούν στη λιμουζίνα», ανέφερε.
«Αφού δώσαμε τρεις εμφανίσεις, ένας πολύ σοβαροφανής τύπος πήγε στον μάνατζερ των περιοδειών μου -ο οποίος εκείνη την περίοδο έκανε χρήση κόκας- και ζήτησε αν θα μπορούσα να τραγουδήσω την επόμενη βραδιά στα 21α γενέθλια της κόρης του για 50.000 δολάρια. Έδωσε όλα τα χρήματα σε μετρητά εκείνη τη στιγμή. Δεν ήξερα πραγματικά από πού μπορούσαν να προέρχονται αυτά τα χρήματα. Απλώς θεώρησα ότι ήταν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος και ήθελε μία συναυλία για την κόρη του. Όμως εκ των υστέρων σκέφτηκα τι είδους δουλειά θα μπορούσε να έκανε. Και με όλα όσα γνωρίζω, μπορεί να ήταν και ο Πάμλο Εσκομπάρ. Ποιος ξέρει;», πρόσθεσε
Στη συνέχεια, η Φοξ μεταφέρθηκε σε ένα τεράστιο σπίτι που το φρουρούσαν ένοπλοι με αυτόματα όπλα, παλιές αντλίες βενζίνης έβγαζαν τεκίλα και εκεί τραγούδησε για το κορίτσι των γενεθλίων. «Ήταν μία ενδιαφέρουσα βραδιά», σημείωσε.
Λίγες ημέρες αργότερα μετά από ένα μπέρδεμα από τον μάνατζερ της Φοξ στις ημερομηνίες, η τραγουδίστρια κατέληξε σε μία μέρα αργότερα για σόου στη Βολιβία. Παρά τη δημόσια συγγνώμη της, φορώντας μάλιστα την παραδοσιακή βολιβιανή στολή, οι εξαπατημένοι χορηγοί κράτησαν τη Φοξ, τα μουσικά της όργανα και τη συνοδεία της «ομήρους» ζητώντας λύτρα 100.000 δολαρίων, τα οποία πληρώθηκαν σε μετρητά.
«Πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου και κατέληξε να πετά από την Αγγλία μαζί με μία βαλίτσα γεμάτη χρήματα για να πληρώσει. Μετά δώσαμε συναυλία δωρεάν, μας έδωσαν πίσω τα διαβατήριά μας και φύγαμε για τον Παναμά», είπε η Φοξ.
Αντίστοιχα επικίνδυνες καταστάσεις έζησε η Φοξ όταν ταξίδεψε στα πεδία των μαχών της Βοσνίας το 1993, προκειμένου να ψυχαγωγήσει τους βρετανούς στρατιώτες. Καθ΄οδόν προς τη Βάση, το θωρακισμένο αυτοκίνητο της Σαμάνθα Φοξ δέχθηκε επίθεση από ελεύθερους σκοπευτές και μετά από δέκα λεπτά ακατάπαυστων πυρών, νόμιζε ότι «είχε έρθει η ώρα της».
«Ήταν πολύ περίεργο αυτό που περνά από το μυαλό σου στις στιγμές ζωής ή θανάτου, όμως ειλικρινά πίστευα ότι θα πεθάνω και η πρώτη μου σκέψη εκείνη τη στιγμή, ακόμη κι αν ήμουν με το πρόσωπό μου στο πάτωμα του αυτοκινήτου ήταν “ελπίζω να με πυροβόλησαν στο χέρι και όχι στον πισινό μου”. Έτσι άρπαξα το κράνος του οδηγού για να προστατεύσω με αυτό τα οπίσθιά μου», τόνισε
«Ξέχασα τα τραγούδια μου μπροστά σε 70.000 γυμνά πέη»
Το πιο σουρεάλ όμως το έζησε στο Νέο Δελχί, όπου οι άνδρες φαν της, τής έδειξαν τον θαυμασμό και την εκτίμησή τους με έναν μάλλον ασυνήθιστο τρόπο εκδήλωσης θαυμασμο.
«Έδινα μία συναυλία μπροστά σε 70.000 ανθρώπους, όταν εντελώς ξαφνικά μία τεράστια ποσότητα από κάτι που έμοιαζε με χαρτιά υγείας άρχισε να κατευθύνεται πάνω μου. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν χαρτιά τουαλέτας, αλλά τουρμπάνια και σύμφωνα με την τοπική παράδοση τα πετούν, όταν απολαμβάνουν το σόου.
Τα πράγματα όμως έγιναν ακόμη πιο περίεργα όταν ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι όλοι οι άνδρας σήκωσαν τις μακριά ενδύματά τους – γνωστά ως kurta- αφήνοντας ακάλυπτα μπροστά μου τα γεννητικά τους όργανα. Αυτό σήμαινε ότι με θαυμάζουν ή με αγαπούν, όμως εγώ προσπαθούσα να θυμηθώ τους στίχους από τα τραγούδια μου μπροστά σε 70.000 γυμνά πέη! Ήταν τα περισσότερα που είχα δει ποτέ στη ζωή μου και δεν ήξερα αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω» ανέφερε η Φοξ.
«Δεν ήθελα γείτονά μου τον Θάτσερ»
Τέλος, η Φοξ αποκάλυψε πώς τη δεκαετία του ’80 βρέθηκε σχεδόν γειτόνισσα με την Μάργκαρετ Θάτσερ.
Πίσω στο 1980 έβλεπα έναν τύπο στο Νότιο Λονδίνο και έψαχνα σπίτι στο Dulwich. Εκεί είχαν χτιστεί όμορφα σπίτια με ψηλές πόρτες και επειδή εκείνη την περίοδο με κυνηγούσαν οι παπαράτσι, σκέφτηκα ότι θα ήταν το ιδανικό μέρος να ζήσω. Έτσι το είδα και μου άρεσε, όμως το επόμενο πράγμα που έμαθα ήταν ότι η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε αγοράσει το διπλανό σπίτι από αυτό που ήθελα να αγοράσω εγώ», ανέφερε.
«Σκέφτηκα ότι δεν μπορώ να μείνω στη διπλανή πόρτα με τη Θάτσερ, η ζωή μου θα γινόταν χειρότερη, χωρίς καμία ιδιωτικότητα, συν το ότι ο Ντένις θα κοιτούσε συνεχώς από τον φράχτη, όταν θα έκανα ηλιοθεραπεία και θα μου ζητούσε να του δανείσω ζάχαρη», πρόσθεσε η Φοξ.