Τους λόγους που οι δύο γείτονες του Αιγαίου, Ελλάδα και Τουρκία, αδυνατούν -τουλάχιστον στην παρούσα φάση- να συμφιλιωθούν επιχειρεί να εξηγήσει το έγκυρο βρετανικό οικονομικό περιοδικό The Economist. Αφορμή η πρόσφατη επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στη χώρα μας και οι διαψευσθείσες ελπίδες ότι το ταξίδι αυτό θα οδηγούσε σε μια βελτίωση των διμερών σχέσεων. Όπως […]
Τους λόγους που οι δύο γείτονες του Αιγαίου, Ελλάδα και Τουρκία, αδυνατούν -τουλάχιστον στην παρούσα φάση- να συμφιλιωθούν επιχειρεί να εξηγήσει το έγκυρο βρετανικό οικονομικό περιοδικό The Economist.
Αφορμή η πρόσφατη επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στη χώρα μας και οι διαψευσθείσες ελπίδες ότι το ταξίδι αυτό θα οδηγούσε σε μια βελτίωση των διμερών σχέσεων.
Όπως επισημαίνει το περιοδικό, «η επίσκεψη του κ. Ερντογάν δεν ήταν τόσο ιστορική όσο την εμφάνισαν. Ο τελευταίος Τούρκος πρόεδρος που επισκέφθηκε την Ελλάδα το έκανε το 1952, τη χρονιά που οι δύο χώρες μπήκαν στο ΝΑΤΟ. Οι σχέσεις κατέρρευσαν τρία χρόνια αργότερα, όταν ένα φονικό πογκρόμ έβαλε στο στόχαστρο ελληνικές επιχειρήσεις και κατοικίες στην Κωνσταντινούπολη, επιταχύνοντας την έξοδο των Ελλήνων από την Τουρκία. Τουλάχιστον άλλοι 50.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία το 1964 μετά τις ταραχές μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο. Η εισβολή της Τουρκίας στο διαφιλονικούμενο νησί μια δεκαετία αργότερα, οι συνεχείς εικονικές αερομαχίες μεταξύ τουρκικών και ελληνικών μαχητικών αεροσκαφών και οι εντάσεις για τα θαλάσσια σύνορα συνέτειναν στο να παραμένει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 υπαρκτή απειλή ο πόλεμος μεταξύ των δύο συμμάχων».
Στη συνέχεια, ο Economist αναφέρεται στη βελτίωση που επέφερε στις διμερείς σχέσεις η λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών», αλλά και στις συχνές επισκέψεις Τούρκων πρωθυπουργών στην Ελλάδα και αντιστρόφως, τονίζοντας ότι και ο ίδιος ο Ερντογάν ταξίδεψε στην Ελλάδα ως πρωθυπουργός το 2004 και το 2010.
Αλλά όπως σημειώνει: «Η προσέγγιση έκτοτε σταμάτησε. Οι παραβιάσεις εναέριου χώρου αυξήθηκαν και οι απειλές για το Αιγαίο επαναλήφθηκαν φέτος όταν Τούρκοι αξιωματικοί και στη συνέχεια Έλληνες ομόλογοί τους επισκέφθηκαν τις ακατοίκητες (και διαφιλονικούμενες) βραχονισήδες γνωστές ως Ίμια στην Ελλάδα και Καρντάκ στην Τουρκία, που βρίσκονται μεταξύ των νοτιοδυτικών παραλίων της Τουρκίας και των Δωδεκανήσων. Η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να αρνείται στη μουσουλμανική της μειονότητα το δικαίωμα να επιλέγει τους θρησκευτικούς της ηγέτες. Οι ελπίδες για λύση του Κυπριακού εξανεμίστηκαν όταν οι πλέον υποσχόμενες ειρηνευτικές συνομιλίες εδώ και πάνω από μια δεκαετία τερματίστηκαν χωρίς συμφωνία. Πολλοί Έλληνες αντέδρασαν με αποστροφή μπροστά στο πογκρόμ που εξαπέλυσε ο κ. Ερντογάν κατά αντιπάλων μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, καθώς και στο ενδεχόμενο να θελήσει η Τουρκία να αναθεωρήσει τη Συνθήκη της Λωζάνης που υπεγράφη το 1923, θεμέλιο των σχέσεών της με την Ελλάδα και άλλους γείτονες. Η νέα αναφορά του Τούρκου προέδρου στο θέμα κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα προκάλεσε έναν έντονο φραστικό διαξιφισμό με τον Έλληνα ομόλογό του, ο οποίος απέκλεισε κατηγορηματικά κάθε προοπτική αναθεώρησης της συνθήκης. Οι οικοδεσπότες του κ. Ερντογάν απέρριψαν επίσης το αίτημά του για έκδοση οκτώ Τούρκων στρατιωτικών που διέφυγαν στην Ελλάδα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα».
Και ο Economist καταλήγει: «Τα καλά νέα σήμερα είναι ότι Τουρκία και Ελλάδα δεν έχουν πιαστεί απ’ τον γιακά – αντίθετα, συζητούν για projects που αφορούν την ενέργεια και άλλες υποδομές. Τα κακά νέα είναι ότι στην πράξη δεν υπάρχει χώρος για βελτίωση των σχέσεων όσο ο κ. Ερντογάν συνεχίζει με την αλυτρωτική ρητορική του. Αυτό που κάποτε διαγραφόταν ως μια ειλικρινής προσέγγιση, σήμερα θυμίζει περισσότερο μια περίοδο “Ψυχρής Ειρήνης”», λέει ο Δημήτριος Τριανταφύλλου, ένας Έλληνας ακαδημαϊκός που ζει στην Τουρκία. Το καλύτερο στο οποίο μπορεί να ελπίζει κανείς σήμερα είναι να συνεχίσουν οι δύο γείτονες τις μπίζνες και τον διάλογο – και να περιορίζουν στο ελάχιστο τις προκλήσεις».