Με τον τίτλο «Καθαρή είσοδος» στο 2018 ο Ευάγγελος Βενιζέλος καταθέτει σε άρθρο του τις σκέψεις του για το νέο έτος. Το άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου φιλοξενεί η εφημερίδα το ΒΗΜΑ. Ολόκληρο το κείμενο Αποχαιρετούμε το 2017 και υποδεχόμαστε το 2018 με τον κίνδυνο να επικρατήσει μια βαθιά εσφαλμένη αντίληψη για το βασικό ζήτημα της […]
Με τον τίτλο «Καθαρή είσοδος» στο 2018 ο Ευάγγελος Βενιζέλος καταθέτει σε άρθρο του τις σκέψεις του για το νέο έτος.
Το άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου φιλοξενεί η εφημερίδα το ΒΗΜΑ.
Ολόκληρο το κείμενο
Αποχαιρετούμε το 2017 και υποδεχόμαστε το 2018 με τον κίνδυνο να επικρατήσει μια βαθιά εσφαλμένη αντίληψη για το βασικό ζήτημα της νέας χρονιάς σε σχέση με την Ελλάδα.
Η κυβέρνηση έχει θέσει ήδη ως στόχο της χρονιάς την «καθαρή έξοδο» από το τρίτο μνημόνιο που λήγει τον Αύγουστο. Ως τέτοια ορίζει την απουσία προληπτικής πιστωτικής γραμμής στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, αλλά το σχηματισμό ταμειακών διαθεσίμων ασφάλειας ( cash buffer ) με κεφάλαια που θα εκταμιεύσει ο ΕΜΣ από αυτά που μένουν αδιάθετα από το τρίτο μνημόνιο. Αυτό λοιπόν αρκεί, κατά την κυβέρνηση, για να πανηγυρίσουμε την «καθαρή έξοδο» από το τρίτο μνημόνιο έχοντας ήδη ψηφίσει σκληρά δημοσιονομικά μέτρα για το 2018 και κυρίως το 2019 και το 2020 και έχοντας ήδη συμφωνήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και, κατά μέσο όρο, 2,4% για την μακρά περίοδο μέχρι το 2060.
Με άλλη διατύπωση, ως «καθαρή έξοδος» από το τρίτο μνημόνιο ορίζεται, κατά την κυβέρνηση, η ήδη ψηφισμένη είσοδος στο τέταρτο μνημόνιο της περιόδου 2019-2022 που εκτείνεται ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2060 και περιλαμβάνει δημοσιονομικά μέτρα και στόχους καθώς και μηχανισμούς εποπτείας, αλλά δεν περιλαμβάνει ευρωπαϊκό επικουρικό μηχανισμό κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας.
Ο ευρωπαϊκός αυτός μηχανισμός δεν θα υποκαταστήσει την πρόσβαση στις αγορές, αλλά η ύπαρξη του μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση και διατήρηση των επιτοκίων δανεισμού από την αγορά σε επίπεδα τέτοια που διασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.
Είναι προφανές ότι η επιλογή των ευρωπαίων εταίρων μας είναι να αποφύγουν την προληπτική πιστωτική γραμμή που ανοίγει ένα νέο κύκλο συζητήσεων και αποφάσεων στα κοινοβούλια των κρατών μελών και τα όργανα της ΕΕ.
Προτιμούν να κινηθούν έως την οροφή της χρηματοδοτικής βοήθειας που προβλέπεται στο τρίτο πρόγραμμα (λαμβανομένων υπόψη και των δεδομένων του χρηματοπιστωτικού συστήματος) και να μεταφέρουν κατά τα λοιπά τον κίνδυνο στην Ελλάδα που μπορεί να δει να αυξάνεται το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της.
Άλλωστε η ουσιώδης δημοσιονομική συζήτηση ενόψει της λήξης του τρίτου προγράμματος τον Αύγουστο δεν είναι το επικοινωνιακό πρόσχημα της δήθεν καθαρής εξόδου χωρίς ευρωπαϊκό μηχανισμό κάλυψης, αλλά οι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του και θα κρατούν στο επιθυμητό επίπεδο τους τόκους, τα χρεολύσια και άρα τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες.
Η συζήτηση όμως αυτή θα διεξαχθεί τώρα με ήδη συμφωνημένες τις ελληνικές δεσμεύσεις ως προς το επιδιωκόμενο πρωτογενές πλεόνασμα. Ένα καίριο δε σημείο της σχετικής συζήτησης είναι η κατανομή του κόστους των παρεμβάσεων μεταξύ των εταίρων και της Ελλάδας, όταν οι παρεμβάσεις αυτές δεν είναι ουδέτερες για τον ΕΜΣ και τους χρηματοοικονομικούς χειρισμούς του στην αγορά. Το κόστος των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που αποφασίστηκαν πέρσι (μετατροπή κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά ) αναλήφθηκε από την Ελλάδα.
Το να διατείνεται η κυβέρνηση, εν έτει 2018, ότι συνιστά επιτυχία η είσοδος στο τέταρτο μνημόνιο χωρίς προληπτική γραμμή αλλά με ταμειακά διαθέσιμα ασφαλείας, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο θα έβγαινε η χώρα από το δεύτερο μνημόνιο στις αρχές του 2015, αν δεν είχε μεσολαβήσει η κυβερνητική αλλαγή, συνιστά κορυφαίο παράδειγμα ανιστόρητου θράσους.
Ο καθένας αντιλαμβάνεται πια πού θα βρισκόταν η χώρα σήμερα, αν είχε συνεχιστεί η δυναμική του 2014.
Η χώρα μπήκε στην περιπέτεια της περιόδου 2015- 2018 και στη δευτερογενή κρίση που αυτή προκάλεσε, με τη φενάκη της απαλλαγής από τα μνημόνια χάρη στο «ριζοσπαστικό σθένος» της αντιμνημονιακής αριστεροδεξιάς. Είδαμε τα αποτελέσματα. Τώρα η φενάκη αυτή κινδυνεύει να αναζωπυρωθεί ως «καθαρή έξοδος» από το τρίτο και υπερήφανη είσοδος στο τέταρτο μνημόνιο χάρη στη «διαχειριστική επάρκεια» των ίδιων ανθρώπων που υποτίθεται ότι μεταλλάχθηκαν με ένα θαύμα της πολιτικής βιολογίας.
Η συζήτηση για τους κινδύνους και τις προτεραιότητες του 2018 πρέπει συνεπώς να εστιασθεί όχι στις εσωτερικές εντυπώσεις ή στις βραχυπρόθεσμες αντιδράσεις μιας ακόμη ρηχής αγοράς ομολόγων που λειτουργεί συμπληρωματικά, αλλά στα διαρθρωτικά στοιχεία που αξιολογούν τόσο οι αγορές όσο και οι πολίτες.
Αυτά αφορούν την ανταγωνιστικότητα, το επενδυτικό περιβάλλον, το βάθος της φοροδοτικής ικανότητας των νοικοκυριών, το τραπεζικό σύστημα και τη δυνατότητά του να λειτουργήσει ως μηχανισμός στήριξης των επενδύσεων και της ανάπτυξης, το απολύτως συναφές ζήτημα της μη εξυπηρετούμενης έκθεσης, τη δυνατότητα να υπάρχει ξανά εθνική αποταμίευση, τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Κυρίως όμως αφορούν την υιοθέτηση του μεταρρυθμιστικού προτάγματος από μια κοινωνία που, κουρασμένη και απογοητευμένη, ανθίσταται και αντιδρά φοβικά και ισοπεδωτικά.
Το 2018 η Ευρώπη δεν θεωρεί βασικό της πρόβλημα την ελληνική οικονομία. Την ενδιαφέρει η Ελλάδα περισσότερο ως πύλη εισόδου προσφύγων και μεταναστών σε μια ΕΕ στην οποία δοκιμάζεται σκληρά η κοινοτική αλληλεγγύη. Σε μια ΕΕ που βλέπει σε αρκετά πια κράτη μέλη να τίθεται ζήτημα κράτους δικαίου, ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, κρίσης των ευρωπαϊκών αξιών.
Τα επείγοντα θέματα είναι τώρα η σταθερότητα της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης, οι εκπλήξεις που μπορεί να κρύβουν επικείμενες εκλογές σε αρκετά κράτη μέλη, οι διαπραγματεύσεις για το Brexit, η διαφύλαξη της πολιτικής οντότητας της Ένωσης ενόψει των επόμενων μεγάλων διεθνοπολιτικών κρίσεων, η διαχείριση των ευρώ- αμερικανικών σχέσεων.
Μέσα στο κλίμα αυτό θα συνεχιστεί ο προβληματισμός και η ζύμωση για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, σε πρώτη φάση δε για την οικονομική διακυβέρνηση της ευρωζώνης.
Με τις εκλάμψεις του πολιτικού βολονταρισμού να συγκρούονται με εθνικές αντιστάσεις, με τους μεσαίους και μικρούς παίκτες να διεκδικούν το ρόλο τους, με κοινωνικές δυνάμεις που έως τώρα θεωρούνται πυλώνες της ευρωπαϊκής προοπτικής να φλερτάρουν με αντισυστημικές επιλογές. Το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι συνεπώς να μπορεί να κινηθεί μέσα στους νέους συσχετισμούς με βάση τις δικές της προτεραιότητες, χωρίς ψευδαισθήσεις, αλλά με επίγνωση και στρατηγική. Αυτή θα ήταν μια «καθαρή είσοδος» στο 2018.