Δράσεις για τη μείωση των “κόκκινων” δανείων θα ξεκινήσουν το 2018 οι τράπεζες, με την επιτυχία των στόχων να κρίνεται καταλυτική για την πορεία του τραπεζικού συστήματος, αλλά και της oικονομίας, μεσοπρόθεσμα, όπως αναφέρει ρεπορτάζ του capital.gr. Το τοπίο στη διαχείριση του προβλήματος των NPLs θα αλλάξει δραστικά, καθώς νέα “εργαλεία” –από την ενεργοποίηση […]
Δράσεις για τη μείωση των “κόκκινων” δανείων θα ξεκινήσουν το 2018 οι τράπεζες, με την επιτυχία των στόχων να κρίνεται καταλυτική για την πορεία του τραπεζικού συστήματος, αλλά και της oικονομίας, μεσοπρόθεσμα, όπως αναφέρει ρεπορτάζ του capital.gr.
Το τοπίο στη διαχείριση του προβλήματος των NPLs θα αλλάξει δραστικά, καθώς νέα “εργαλεία” –από την ενεργοποίηση των “παγωμένων” πλειστηριασμών που θα γίνονται σύντομα μόνο ηλεκτρονικά, μέχρι τις πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων και τις νέου τύπου ρυθμίσεις των τραπεζών– θα χρησιμοποιηθούν ώστε, μόνο μέσα στο 2018, το απόθεμα των “κόκκινων” δανείων να μειωθεί κατά 15 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ποσό που θα απαιτήσει όχι μόνο τις προσπάθειες των τραπεζών σε στενή συνεργασία με τις εποπτικές αρχές, αλλά επίσης την ενεργό ανάμιξη νέων “παικτών” στην αγορά (εταιρείες διαχείρισης, funds) με άξονα τη δικαιοσύνη και την κοινωνική ευαισθησία για τους δανειολήπτες και την αυστηρότητα για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Όπως παραδέχονται οι τραπεζίτες, οι στόχοι του 2017 ήταν αρκετά συντηρητικοί και οι τράπεζες τους πέτυχαν, χρησιμοποιώντας, ωστόσο, ως κύρια μέθοδο τις διαγραφές. Οι πωλήσεις δανείων που αυτή τη στιγμή αποτελούν το 7% της μείωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του 2018 και του 2019, όπως επισημαίνουν. Και όπως προσθέτουν, οι επενδυτές που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων της Ελλάδας υπάρχουν. Απομένει να βοηθήσει η συνολικότερη πορεία της οικονομίας ώστε οι πωλήσεις να γίνουν σε υψηλότερα τιμήματα και χωρίς σημαντικές επιπτώσεις στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Σημειώνεται ότι στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2017 οι τράπεζες υπέβαλαν αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σύμφωνα με αυτούς, ο στόχος για το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο τέλος του 2019 διαμορφώνεται σε 64,2 δισ. ευρώ (από 66,4 δισ. ευρώ που ήταν αρχικά). Η βελτίωση αυτή εκτιμάται ότι θα προέλθει από α) αυξημένες πωλήσεις δανείων, β) καλύτερα αποτελέσματα στο ισοζύγιο εξυγίανσης έναντι δημιουργίας νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων και γ) αύξηση των διαγραφών. Παρά την αναμενόμενη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 35% στο τέλος του 2019 (από 33,9% που ήταν ο αρχικός στόχος), εξαιτίας της αναθεώρησης προς τα κάτω του εκτιμώμενου ρυθμού πιστωτικής επέκτασης και της διενέργειας αυξημένων διαγραφών και πωλήσεων δανείων.
Η εικόνα στην αφετηρία του 2018
Ποια είναι όμως η εικόνα στην αφετηρία της κρίσιμης “μάχης” των τραπεζών με τα “κόκκινα” δάνεια για το 2018;
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία για το εννεάμηνο του 2017, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων του συνόλου των τραπεζών εμφάνισε μικρή περαιτέρω βελτίωση. Με βάση στοιχεία Σεπτεμβρίου 2017, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών μειώθηκε κατά 2,4% και 5,5% συγκριτικά με το τέλος του Ιουνίου 2017 και του Δεκεμβρίου 2016 αντίστοιχα, φθάνοντας στα 100,4 δισ. ευρώ ή το 44,6% των συνολικών ανοιγμάτων. Σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016, όταν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο, παρατηρείται μείωση κατά 7,6% ή 8,2 δισ. ευρώ.
Η βελτίωση κατά τη διάρκεια του 2017 ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων (4,4 δισ. ευρώ), πωλήσεων (1,8 δισ. ευρώ) με το μεγαλύτερο μέρος να αφορά πώληση δανείων από τη μη συστημική Attica Bank το γ’ τρίμηνο του έτους, καθώς και αποπληρωμών (μερικών ή ολικών) δανείων (1,8 δισ. ευρώ).
Η δημιουργία νέων ροών μη εξυπηρετούμενων δανείων (8,1 δισ. ευρώ) ξεπέρασε τις πιστώσεις που είχαν παρουσιάσει καθυστέρηση στο παρελθόν αλλά άρχισαν και πάλι να εξυπηρετούνται (5,3 δισ. ευρώ). Περίπου το ήμισυ (45,5%) του συνολικού ποσού των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορά δανειακές συμβάσεις που έχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες, τα δάνεια με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών αποτελούν το 24,5% και τα δάνεια με βραχύτερη (ή και καμία) καθυστέρηση, τα οποία θεωρούνται παρ’ όλα αυτά ως αβέβαιης είσπραξης (unlikely to pay), αποτελούν το υπόλοιπο 30,1%. Σημειώνεται, επίσης, ότι περίπου 14,3 δισ. ευρώ από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αφορούν δάνεια για τα οποία οι δανειολήπτες έχουν αιτηθεί νομική προστασία, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να αφορούν στεγαστικά (9 δισ. ευρώ) και καταναλωτικά δάνεια (3,3 δισ. ευρώ).
Το ήμισυ του συνολικού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα καλύπτεται από συσσωρευμένες προβλέψεις. Αν, ωστόσο, στις συσσωρευμένες προβλέψεις προστεθεί η αποτίμηση των εμπράγματων εξασφαλίσεων, το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων δανείων προσεγγίζει το 100%.
Ανά κατηγορία δανείων, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώνεται σε 43,3% για τα στεγαστικά δάνεια, 43,6% για τα επιχειρηματικά και 53,2% για τα καταναλωτικά. Ειδικά για τα επιχειρηματικά δάνεια, όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάλυση, την καλύτερη εικόνα εμφανίζουν τα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (24,5%) και τη χειρότερη τα δάνεια των επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους (59%) και μάλιστα των πολύ μικρών επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών (66,5%).
Υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων καταγράφονται στην πλειονότητα των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας, με το πρόβλημα να είναι πιο έντονο στους κλάδους του εμπορίου (57,7%), των κατασκευών (52,4%) και της μεταποίησης (46,5%), οι οποίοι έχουν αντλήσει υψηλότερα ποσά τραπεζικής χρηματοδότησης σε σύγκριση με άλλους κλάδους.
Δάνεια που “ξανακοκκινίζουν”
Ανησυχητικό για την Τράπεζα της Ελλάδος και τις τράπεζες είναι το γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζει εκ νέου καθυστέρηση. Ειδικότερα, περίπου στο 42% των ρυθμίσεων βραχυπρόθεσμου τύπου και στο 32% μακροπρόθεσμου τύπου, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι η αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων δεν εμφανίζει σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Φαίνεται, δηλαδή, ότι οι γενικότερες οικονομικές συνθήκες δεν επαρκούν για να εξηγήσουν τη χαμηλή αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων, καθώς, παρά την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, επί του παρόντος τα προβλήματα στην εξυπηρέτηση ρυθμισθέντων δανείων παραμένουν.
Επίσης, ο δείκτης εξυγίανσης (cure rate), δηλαδή το μερίδιο του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (όπως είχε διαμορφωθεί στο τέλος του 2016) που άρχισε να εξυπηρετείται κανονικά ξανά εντός του 2017, παραμένει χαμηλότερος του δείκτη αθέτησης (default rate), δηλαδή του ποσοστού του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο οποίο αντιστοιχούν τα δάνεια που άρχισαν να παρουσιάζουν καθυστέρηση (άνω των 90 ημερών) εντός του 2017.
Στον αντίποδα, θετική εξέλιξη αποτελεί η αυξανόμενη στροφή των τραπεζών σε λύσεις ρυθμίσεων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, αν και στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιλέγεται μόνο η λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής.
Έργα και ελλείψεις
Στην αφετηρία της μεγάλης πρόκλησης για τη μείωση των NPES/NPLs την ερχόμενη διετία, είναι θετικό ότι έχει αρθεί το μεγαλύτερο μέρος των θεσμικών εμποδίων, ενώ έχει απλουστευθεί το νομοθετικό πλαίσιο αδειοδότησης εταιρειών διαχείρισης πιστωτικών απαιτήσεων, με δέκα εταιρείες να έχουν ήδη λάβει άδεια λειτουργίας. Επιπλέον, τον Αύγουστο του 2017 τέθηκε σε λειτουργία η ηλεκτρονική πλατφόρμα για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών και στο τέλος Νοεμβρίου του 2017 τέθηκε σε λειτουργία η πλατφόρμα για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς ακινήτων. Η λειτουργία της εν λόγω πλατφόρμας θα συμβάλει στη βελτίωση της τιμολόγησης των υπό ρευστοποίηση εξασφαλίσεων, οι οποίες αναπόφευκτα χάνουν την αξία τους (π.χ. λόγω φυσικής φθοράς) όσο αναβάλλεται η εκποίησή τους, γεγονός που δυσχεραίνει την ανάπτυξη μιας ενεργούς δευτερογενούς αγοράς δανείων. Το βραχύ μέχρι σήμερα διάστημα ενεργοποίησης του εξωδικαστικού μηχανισμού και των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων δεν επαρκεί ακόμη για την εξαγωγή συμπερασμάτων για την αποτελεσματικότητά τους.
Εκκρεμεί, επιπλέον, η υλοποίηση άλλων μέτρων που θα επιτάχυναν τις δικαστικές διαδικασίες και θα διευκόλυναν την ενεργητική διαχείριση, μέρους τουλάχιστον, των μη εξυπηρετούμενων δανείων που τελούν υπό καθεστώς νομικής προστασίας, ιδίως δε εκείνων που κατά τεκμήριο συνδέονται με στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Σημειώνεται ότι το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ 9/IFRS 9) στις ευρωπαϊκές τράπεζες, την αυστηροποίηση στο χειρισμό των προβλέψεων σύμφωνα με το προσάρτημα στις οδηγίες της ΕΚΤ για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που τελεί υπό διαβούλευση, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) από την ΕΚΤ.
Συνεπώς, όπως έχει αναφέρει ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ιδανικά να τους ξεπεράσουν, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Στις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις οι οποίες διατηρούνται τεχνητά στη ζωή.