Ο Βασίλης Στεφανάκος μου είχε εξομολογηθεί «δεν θα ζήσω για πολύ», αποκαλύπτει φίλος του 57χρονου βαρυποινίτη στο «Βήμα της Κυριακής».
«Ο Βασίλης Στεφανάκος ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα γινόταν δολοφονική επίθεση εναντίον του. Ηξερε ότι ένας 45χρονος ποινικός, που ίσως ήταν κι αυτός που οργάνωσε τη δολοφονία του, τον είχε στοχεύσει από τις αρχές του 2017. Στον ίδιο ο Βασίλης Στεφανάκος είχε αποδώσει και τρεις-τέσσερις δολοφονίες φίλων του. Μερικές φορές σε μια κρίση απαισιοδοξίας έλεγε ότι “δεν θα ζήσω για πολύ”.
Όμως κάποιες άλλες δήλωνε ότι δεν θα τολμούσαν λόγω του αντικρίσματός του στον κόσμο της νύχτας, να επιχειρήσουν να τον σκοτώσουν.
Είχε αρνηθεί προτάσεις συμβιβασμού με τους αντιπάλους του, γιατί ίσως όλοι ήξεραν ότι αυτές δεν έχουν κανένα ουσιαστικό νόημα. Με το ζόρι είχε αγοράσει, μετά από συμβουλές μας, ένα αυτοκίνητο με θωράκιση στο σασί αλλά και στα τζάμια, το οποίο όμως το είχε αφήσει το τελευταίο διάστημα με πρόβλημα στο εσωτερικό κλείδωμα. Κάτι που ίσως γνώριζαν και εκμεταλλεύτηκαν οι δολοφόνοι του. Ακόμη αρνούνταν να φορέσει αλεξίσφαιρο γιλέκο, όπως του είχαμε ζητήσει. Μας έλεγε διαρκώς ότι ήθελε να νιώθει ελεύθερος.
Τους τελευταίους μήνες ήταν εξαιρετικά απρόσεκτος. Πήγαινε χωρίς κανέναν συνοδό από σχολικές γιορτές μέχρι σε νυχτερινά κέντρα με λαϊκή μουσική, προσπαθώντας να ξεχάσει ό,τι είχε σχέση με τις ποινικές εμπλοκές του. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν οι δουλειές με τα βυτιοφόρα, ενώ ήταν σε διαρκείς προστριβές με μια υπάλληλο εταιρείας πετρελαιοειδών για θέματα συναλλαγών.
Το μοιραίο βράδυ είχε πει στο φρουρό του (πρώην ποινικό που είχε αποφυλακιστεί πρόσφατα για απόπειρα δολοφονίας ενός 50χρονου, το 2010, στην Ηλεία) να φύγει με ένα άλλο αυτοκίνητο από την μάντρα αυτοκινήτων και να πάει στο σπίτι του στο Χαϊδάρι και να φέρει μια μοτοσυκλέτα. Μπήκε ξαφνικά μόνος στο αυτοκίνητο να φύγει και εκείνη τη ώρα υπήρξε η επίθεση εναντίον του. Οι δράστες άνοιξαν ανενόχλητοι την πόρτα του αυτοκινήτου του…».