Το νέο συνταξιοδοτικό σύστημα βασίζεται στις αρχές της ισότητας και της δικαιοσύνης διαβεβαίωσε η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, κατά τη διάρκεια συζήτησης στο πλαίσιο του 3ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών. Η υπουργός χαρακτήρισε ως την πλέον «χρήσιμη και ζωτικής σημασίας μεταρρύθμιση από το 1932, όταν δημιουργήθηκε το ΙΚΑ» τη μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό και ανέφερε πως βασικές προκλήσεις του […]
Το νέο συνταξιοδοτικό σύστημα βασίζεται στις αρχές της ισότητας και της δικαιοσύνης διαβεβαίωσε η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, κατά τη διάρκεια συζήτησης στο πλαίσιο του 3ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.
Η υπουργός χαρακτήρισε ως την πλέον «χρήσιμη και ζωτικής σημασίας μεταρρύθμιση από το 1932, όταν δημιουργήθηκε το ΙΚΑ» τη μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό και ανέφερε πως βασικές προκλήσεις του ασφαλιστικού είναι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής σε συνδυασμό με τη μείωση του αριθμού των νέων εργαζομένων και την υπογεννητικότητα.
«Η μεταρρύθμιση που υιοθετήθηκε το 2016, αποσκοπεί στη διαχείριση των επιπτώσεων του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας τη δημοσιονομική ανισορροπία και την ανισότητα στην καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Θεσμοθετήθηκαν ακόμη, ίδιοι κανόνες για όλους, όπως και η βασική σύνταξη, δηλαδή η εθνική σύνταξη που χρηματοδοτείται πλήρως από τον κρατικό προϋπολογισμό και έχει ως στόχο την αντιμετώπιση της φτώχειας», τόνισε.
Παράλληλα, χαρακτήρισε «μεγάλο πλεονέκτημα» τη δημιουργία του ΕΦΚΑ και σημείωσε ότι στον πρώτο χρόνο λειτουργίας υπήρξε πλεόνασμα ύψους 700 εκατ. ευρώ σε ταμειακή βάση.
Η υπουργός Εργασίας είπε ότι έχει ολοκληρωθεί πλήρης αναλογιστική μελέτη, ως το 2060, βάσει της οποίας η συνταξιοδοτική δαπάνη, ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020, είναι 14,5% όταν ο μέσος όρος είναι 13% και το 2040 πέφτει στο 12,9%. Το σύστημα έχει στηθεί σε μία βάση που το καθιστά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα βιώσιμο. Σχετικά με τις ασφαλιστικές εισφορές, σημείωσε ότι όπως προκύπτει από τα ειδοποιητήρια, το 85% των ελεύθερων επαγγελματιών πληρώνει λιγότερα, σε σχέση με το παλαιό σύστημα, έχοντας ελαφρυνθεί δημοσιονομικά περί τα 600 εκατ. ευρώ.