Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, στο πλαίσιο της έκθεσης «Κυκλαδικά στιγμιότυπα, από τα μνημεία και τους ανθρώπους τους», που συνδιοργανώνει με το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και την Γαλλική Σχολή Αθηνών, προβάλλει το Σάββατο 24-3-2018 και ώρα 12.00, στο αμφιθέατρο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, το ντοκυμαντέρ «Φύλακες του Χρόνου» της Μαργαρίτας Μαντά. Θα ακολουθήσει συζήτηση με τη σκηνοθέτιδα. Θα προηγηθεί, στις 10.00 π.μ., ξενάγηση στην έκθεση «Κυκλαδικά στιγμιότυπα, από τα μνημεία και τους ανθρώπους τους» από αρχαιολόγους της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.
Σημείωμα της σκηνοθέτιδος
«Η σχέση μου με τους αρχαιολογικούς χώρους είναι πολύ στενή από τα παιδικά μου χρόνια. Η μητέρα μου ήταν ξεναγός κι έπαιρνε πολύ συχνά τον αδελφό μου και μένα σε τετραήμερα και πενθήμερα ταξίδια στην Ελλάδα. Οι Δελφοί, η Ολυμπία, οι Μυκήνες, η Επίδαυρος, η Ακρόπολη κάτω από την οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα, είναι για μένα χώροι άρρηκτα δεμένοι με την παιδική μου ηλικία, οικείοι και αγαπημένοι.
Ως παιδί αλλά και ως ενήλικας πλέον, στις συχνές μου επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους, συναντούσα σχεδόν πάντα κάποιον φύλακα που έβλεπε το ενδιαφέρον μου για τον χώρο και ήταν πρόθυμος να μου πει όσα ήξερε γι’ αυτόν. Έτσι, σε κάθε σχεδόν χώρο που επισκεπτόμουν, γνώριζα κάποιον φύλακα που μου έλεγε πάντα το ίδιο: πως βρέθηκε στη δουλειά αυτή τυχαία, πολύ νέος, πως ήξερε λίγα γράμματα και τίποτα για τ’ αρχαία αλλά πως αγάπησε τις πέτρες αυτές σαν παιδιά του και πως έμαθε τα πάντα από τους αρχαιολόγους και τους ξεναγούς.
Έτσι ανακάλυψα πως υπήρχε μια ολόκληρη γενιά απλών ανθρώπων, ημιαναλφάβητων στην συντριπτική τους πλειοψηφία, που την δεκαετία του ’50 και του ’60 διορίστηκαν φύλακες στους αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής καταγωγής και κατοικίας τους. Οι ημιαναλφάβητοι αυτοί άνθρωποι που δεν ήξεραν αρχικά τίποτα για την σημασία των ερειπίων που φύλασσαν, ήρθαν σε επαφή με τεράστιους έλληνες και ξένους αρχαιολόγους, ιστοριοδίφες, καθηγητές οι οποίοι επισκέπτονταν τους αρχαιολογικούς χώρους για μελέτη σε μια εποχή που ακόμα ο τουρισμός δεν ήταν ανεπτυγμένος στην Ελλάδα.
Οι ταπεινοί φύλακες κόλλησαν πλάι στους επιστήμονες και ρούφηξαν απ’ αυτούς κάθε γνώση που χρειάζονταν για να καταλάβουν τί ήταν οι «πέτρες» που φύλασσαν. Οι απλοί αυτοί άνθρωποι αγάπησαν τις «πέτρες» αυτές περισσότερο κι από την οικογένειά τους κι έκαναν σκοπό ζωής την φροντίδα τους αλλά και την έγνοια να κάνουν τον κόσμο να μάθει τη σημασία τους. Το 1998, βλέποντας πως αυτό το είδος φυλάκων εξέλιπε πλέον και πως οι νέοι φύλακες λειτουργούσαν απλά σαν υπάλληλοι, χωρίς καμία προσωπική σχέση με το αντικείμενο της εργασίας τους, αποφάσισα να κάνω μια ταινία ντοκιμαντέρ πάνω στις γενιές εκείνες των «παλαιού τύπου» αρχαιοφυλάκων, θεωρώντας ότι κάτι έπρεπε να διασωθεί από την προσφορά αυτών των απλών και ταπεινών πλην όμως, τεράστιων, ανθρώπων.
Έτσι ξεκίνησα μια πρώτη έρευνα, ρωτώντας αρχαιολόγους και παλιούς ξεναγούς πού στην Ελλάδα γνώριζαν τέτοιου είδους και ήθους παλιούς φύλακες. Έπειτα ξεκίνησα διάφορα ταξίδια στην Ελλάδα, προσπαθώντας να βρω αυτούς τους ανθρώπους, να τους γνωρίσω και να δω ποιοί θα ήταν οι πιθανοί χαρακτήρες της ταινίας μου, ανάμεσα τους. Ταξίδεψα περίπου ένα χρόνο αλωνίζοντας την Ελλάδα και γνώρισα περίπου 15 ανθρώπους. Από αυτούς, διάλεξα 6 να γίνουν οι ήρωές μου. Ο ένας απ’ αυτούς, 80 χρονών όταν τον πρωτοσύναντησα, πέθανε μία μέρα πριν ξεκινήσουμε το γύρισμα μαζί του, στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα, στην Ήπειρο. Έτσι, δούλεψα με δύο εν ενεργεία τότε φύλακες εκεί, που υπήρξαν μαθητές του και συνεχιστές της αγάπης του για τον χώρο αυτό.
Από τη στιγμή που διάλεξα τους 7, τελικά, αυτούς ανθρώπους για να κάνω μαζί τους την ταινία, επί περίπου μισό χρόνο ταξίδεψα πολλές φορές στα χωριά και στα νησιά τους, μένοντας πολύ συχνά στο σπίτι τους, μιλώντας ώρες μαζί τους χωρίς παρουσία κάμερας, επιδιώκοντας να αναπτυχθεί μεταξύ μας μια αμοιβαία σχέση φιλίας, εμπιστοσύνης και οικειότητας χωρίς την οποία η ταινία δεν θα είχε την ειλικρίνεια που ήθελα να έχει.
Τον Δεκέμβριο του 2000, ξεκινήσαμε το πρώτο γύρισμα, από τη Σαντορίνη. Με τον κύριο Γιώργο Σιγάλα, παλιό φύλακα στον μαγικό χώρο της αρχαίας Θήρας. Ο Γιώργης και η γυναίκα του η Αρτεμία είναι αυτό το είδος Ελλήνων που δυστυχώς φοβάμαι εκλείπει πλέον από την Ελλάδα. Άνθρωποι εντελώς αναλφάβητοι, με παιδεία και σεβασμό για τον άλλο, ανοιχτοί απέναντι στον ξένο, γνώστες πως ότι τους έχει παραδοθεί δεν είναι δικό τους αλλά οφείλουν με τη σειρά τους να το νοιαστούν και να το φροντίσουν για να το παραδώσουν αλώβητο στους επόμενους. Το σπίτι τους έγινε σπίτι μου και οι δύο αυτοί άνθρωποι έγιναν οι δεύτεροι παππούδες μου.
Τον Μάρτιο του 2001 κάναμε γυρίσματα στη Δωδώνη, με τον υπέροχο ηπειρώτη, φύλακα και βοσκό, Γιάννη Λώλο, στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα με τον Θανάση Κωνσταντά και τον Πέτρο Τζάκο, στη Βεργίνα με τον Τάκη Τσακιρίδη και τον Κώστα Παυλίδη, δεξί χέρι του Μανώλη Ανδρόνικου. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, κάναμε γύρισμα στη Δήλο με τον Ζαχαρία Φαρούπο και τη γυναίκα του, την κυρία Ελευθερία. Είχα την ευτυχία να κοιμηθώ στη μικρή αυλή της παράγκας τους, βλέποντας το φεγγάρι στον ουρανό και να ξυπνήσω το πρωί από βελάσματα κατσικιών πριν βουτήξω στα νερά του νησιού του Απόλλωνα και της Αρτέμιδας.
Μετά τη Δήλο, ξαναπήγαμε στη Σαντορίνη για κάποια συμπληρωματικά γυρίσματα κι εκεί τελείωσαν τα ταξίδια μας. Όλο το καλοκαίρι του 2001 κάναμε το μοντάζ της ταινίας. Είχα 65 ώρες υλικό για να κάνω μία ταινία 62 λεπτών.
Το φθινόπωρο και το χειμώνα του 2001 κάναμε την τεράστια δουλειά για την ιδιόμορφη ηχητική μπάντα που ήθελα να έχει η ταινία. Ο συνεργάτης μου στον ήχο δούλευε στην Αθήνα, ενώ εγώ βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη και στην Κερκίνη δουλεύοντας στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Το Λιβάδι που δακρύζει». Έπαιρνα το αεροπλάνο κάθε Κυριακή πρωί κι ερχόμουνα στην Αθήνα κλεφτά για να προχωράμε τον ήχο και γύριζα πίσω στην Κερκίνη κάθε Κυριακή βράδυ.
Η ταινία πρωτοπαρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2002, στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και πήρε Ειδική Μνεία από την Διεθνή Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci). Θα χρειαζόμουν τόμους για να εξιστορήσω τί έμαθα και τί πήρα προσωπικά
από τους υπέροχους αυτούς ανθρώπους. Θα σταθώ μόνο στην βαθιά ευγένεια και την παιδεία τους, παρόλη την ανύπαρκτη μόρφωσή τους. Και θα σταθώ και στον τρόπο που τους έβλεπα να αγγίζουν και να χαϊδεύουν τις πέτρες. Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω αυτές τις αφές. Οι περισσότεροι δεν ζουν σήμερα. Χαίρομαι που μέσα από την ταινία μπόρεσαν να διαφυλαχτούν κάποια ψήγματα της προσωπικότητάς τους. Και κυρίως χαίρομαι που τους γνώρισα. Τους ευγνωμονώ.
Μαργαρίτα Μαντά, Μάρτιος 2018».