Στην ακύρωση αποφάσεων επιβολής φόρων και προστίμων συνολικού ύψους δεκάδων εκατ. ευρώ που έχουν εκδοθεί από το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου σε βάρος οικονομικά ισχυρών Ελλήνων φορολογουμένων, για αδήλωτη προσαύξηση περιουσίας κατά την περίοδο 2001-2005, προχωρεί πλέον η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Ελεύθερου Τύπου, η ΔΕΔ αποδέχεται τις ενδικοφανείς προσφυγές των φορολογουμένων κατά των αποφάσεων του ΚΕΦΟΜΕΠ και διαγράφει τα καταλογισθέντα ποσά καθώς θεωρεί ότι το δικαίωμα του Δημοσίου να ελέγξει υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος της περιόδου 2001-2005 έχει παραγραφεί προ πολλού.
Στο σκεπτικό όλων αυτών των διαγραφών στις οποίες προχωρεί η ΔΕΔ γίνεται επίκληση δύο αποφάσεων που εκδόθηκαν το 2017 από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Οικογενειακό επίδομα – Ποιοι κινδυνεύουν να το χάσουν
Με την πρώτη απόφαση κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι νομοθετικές ρυθμίσεις των ετών 2006-2010 με τις οποίες οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να ελέγξει την ειλικρίνεια δηλώσεων φορολογίας εισοδήματοςπαρατάθηκαν πέραν της πενταετίας ή της δεκαετίας σε περιπτώσεις διαπίστωσης μετά την πενταετία συμπληρωματικών δηλώσεων που αποδεικνύουν απόκρυψη εισοδήματος.
Με τη δεύτερη απόφαση κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι πράξεις ελεγκτικών υπηρεσιών της Φορολογικής Διοίκησης να λαμβάνουν υπόψη τους ως συμπληρωματικά στοιχεία που παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής από 5ετή σε 10ετή, τα στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων στην Ελλάδα.
Οι οδηγίες της ΑΑΔΕ για το Ε3
Η ΔΕΔ βασιζόμενη στις αποφάσεις του ΣτΕ και σε σχετικές ερμηνευτικές εγκυκλίους της ΑΑΔΕ, ακυρώνει πράξεις οριστικού διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος και επιβολής προστίμων, τις οποίες εξέδωσε το ΚΕΦΟΜΕΠ τα έτη 2016 και 2017 σε βάρος φυσικών προσώπων με μεγάλο πλούτο.
Οι πράξεις που ακυρώνονται εκδόθηκαν κατόπιν ελέγχων τους οποίους διενήργησε το ΚΕΦΟΜΕΠ, λαμβάνοντας, από τις λίστες Λανγκάρντ και Μπόργιανς πρωτογενή στοιχεία για κεφάλαια που είχαν μεταφέρει σε ελβετικές τράπεζες και, στη συνέχεια, διασταυρώνοντας τα δεδομένα των φορολογικών δηλώσεων που υπέβαλαν για τα έτη 2001-2012 με τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών τους στην Ελλάδα κατά τα ίδια έτη.