Θέμα «διαχωρισμού» κράτους – εξουσίας, ετοιμάζεται να ανοίξει η κυβέρνηση, εν όψει της συνταγματικής αναθεώρησης που θέλει να ξεκινήσει.
Την προώθηση του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, μέσω της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης, σχεδιάζει ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο της στρατηγικής «εξώθησης» της ΝΔ στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, προκειμένου ο ίδιος να αποκτήσει ερείσματα στον μεσαίο χώρο, όπως σχολιάζει στο πρωτοσέλιδό της η «Καθημερινή της Κυριακής» και η οποία προχωρά στην σχετική αποκάλυψη.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες της εφημερίδας, ο πρωθυπουργός θα αναπτύξει το πλαίσιο για την συνταγματική αναθεώρηση, περιλαμβανομένου του διαχωρισμού, τον επόμενο μήνα παρότι ως νομικό κείμενο η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ θα κατατεθεί στη Βουλή τον Οκτώβριο. Σύμφωνα με την «Καθημερινή», το Μέγαρο Μαξίμου δεν παραγνωρίζει τον κίνδυνο αντιδράσεων από πλευράς Εκκλησίας. Όμως εκτιμά πως θα αποδειχθούν ελεγχόμενες, όπως συνέβη και με τη συμφωνία για το Σκοπιανό.
Η συνταγματική αναθεώρηση, μαζί με τη συμφωνία των Πρεσπών, θα είναι δύο από τα βασικά πεδία ανάδειξης διαχωριστικών γραμμών μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ στην πορεία προς τις ευρωεκλογές του 2019 που μπορεί να συμπέσουν με τις εθνικές εκλογές.
«Δεν είναι κατάλληλες οι πολιτικές συνθήκες για συνταγματική αναθεώρηση»
Πάντως η Εκκλησία της Ελλάδος κρατά χαμηλούς τόνους για τη συμφωνία Αθήνας – Σκοπίων.
Στις διαμαρτυρίες που έγιναν στις Πρέσπες κατά την υπογραφή της συμφωνίας από τον. Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ, βρέθηκαν μόνο τέσσερις μητροπολίτες της Βορείου Ελλάδος. Η θέση της Εκκλησίας είναι ξεκάθαρη: «δεν μπορεί να αποδεχθεί την απονομή του όρου “Μακεδονία” ή παραγώγου του ως συστατικού ονόματος άλλου κράτους, το οποίο θα έχει επιπτώσεις και στην ονομασία της σχισματικής αυτοαποκαλούμενης εκκλησίας της “Μακεδονίας”».
«Η θέση της έγινε σαφής προς πάσα κατεύθυνση. Πλέον η Ιεραρχία παρακολουθεί τις εξελίξεις και επαγρυπνεί» ανέφερε στην «Κ» μέλος της Ιεραρχίας, επαναλαμβάνοντας ότι αρμόδια για τις αποφάσεις είναι η ελληνική Βουλή.
Η στάση αυτή αποτυπώνει την έως τώρα επιλογή του κ. Ιερωνύμου να τηρεί χαμηλούς τόνους.
Άλλωστε, μέχρι τώρα ο κ. Ιερώνυμος, που διατηρεί πολύ καλή προσωπική σχέση με τον κ. Τσίπρα, αντέδρασε με οξύτητα όταν έκρινε ότι οι πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης επιχειρούν να περιορίσουν την πρωτεύουσα θέση της Εκκλησίας. Αυτό συνέβη, ενδεικτικά, επί υπουργίας Νίκου Φίλη, με το θέμα των Θρησκευτικών να αποτελεί τον εμφανή λόγο αντίδρασης του κ. Ιερωνύμου.
Η πάγια «γραμμή» είναι υπέρ της συναινετικής επίλυσης των όποιων διαφορών και εκκρεμοτήτων, όπως ενδεικτικά η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η ίδια «γραμμή» θα τηρηθεί και στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ φέρει στην πολιτική επικαιρότητα ζητήματα όπως π.χ. ο διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας. Η Εκκλησία θα ζυγίσει το βάθος και τις πτυχές της πρότασης, αναδεικνύοντας και τις πολιτικές επιπτώσεις της.
Για παράδειγμα, σε μία τέτοια περίπτωση περίπου 10.000 ιερείς και οι οικογένειές τους θα βρεθούν σε δεινή θέση εάν ο διαχωρισμός οδηγήσει και στη μη πληρωμή της μισθοδοσίας των ιερέων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Επίσης, μπορεί να κλονισθούν οι σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Από την άλλη, εκκλησιαστική πηγή ανέφερε στην «Κ» ότι δεν νοείται διαχωρισμός όταν η πολιτεία επιλέγει να αποδώσει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση τα έσοδα ενός εκκλησιαστικού ιδρύματος όπως της Παναγίας της Τήνου. Κίνηση που από κάποιους ερμηνεύεται και ως αντίπραξη στην παρουσία του μητροπολίτη Σύρου, Τήνου και Μυκόνου στο συλλαλητήριο του περασμένου Φεβρουαρίου.
«Ναι» από το ΚΙΝΑΛ
Τον Μάρτη επιστολή προς το Πολιτικό Συμβούλιο του Κινήματος Αλλαγής έστειλαν 101 στελέχη του ζητώντας να τεθεί προς επεξεργασία η πρόταση για διαχωρισμό Εκκλησίας- Κράτους.
«Σύμφωνα με την ιδρυτική διακήρυξή του, το Κίνημα Αλλαγής είναι το κόμμα της μεγάλης Δημοκρατικής Προοδευτικής Παράταξης, που ιδρύθηκε για την Ανασυγκρότηση και την Πρόοδο της πατρίδας μας.
Το πρόγραμμα του Κινήματος, αναγνωρίζει ότι «είναι ανάγκη για μια γενναία συνταγματική αναθεώρηση, που θα σηματοδοτεί τη νέα εποχή στην οποία πρέπει να προχωρήσει η χώρα». Υπογραμμίζει ότι «χρειαζόμαστε ένα Σύνταγμα λιτό, απλό, λειτουργικό, βασισμένο στις αρχές της ελευθερίας και του κράτους δικαίου.
Προσαρμοσμένου στις σύγχρονες ανάγκες της χώρας, χωρίς φλύαρες, ξεπερασμένες και περιττές διατάξεις, που θα εκφράζει και θα συμπυκνώνει ένα συνολικό αίτημα Ανόρθωσης». Και καταλήγει, ότι στο ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας – Kράτους, το Σύνταγμα αυτό οφείλει «να αποτυπώνει με σαφήνεια ότι η Ελλάδα είναι ένα σύγχρονο κοσμικό ευρωπαϊκό κράτος», δηλαδή ένα κράτος χωρίς επικρατούσα θρησκεία που θα χαρακτηρίζεται από θρησκευτική ουδετερότητα».
Σημειώνεται πως η κοινωνική πλειοψηφία, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες επιθυμεί τον διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας.
Το μόνο που απομένει για να εκφραστεί η συγκεκριμένη πλειοψηφία είναι η πολιτική βούληση για την αναθεώρηση των συγκεκριμένων άρθρων, έτσι ώστε να προχωρήσει το κράτος χωρίς την επέμβαση της εκκλησίας στις υποθέσεις του και το αντίστροφο.