Ο διευθυντής του Οικονομικού Γραφείου του πρωθυπουργού τονίζει ότι «αναφορικά με τη μελλοντική δυνατότητα δανεισμού δεν πρέπει να ανησυχούμε, καθώς με τη συμφωνία που επιτύχαμε οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας είναι εξασφαλισμένες έως το 2022, οι δαπάνες διαχείρισης του χρέους είναι διαχειρίσιμες έως το 2032, ενώ ήδη η απόδοση του 10ετούς ομολόγου έχει πέσει κάτω από το 4% και κυμαίνεται λόγω συγκυριακών παραγόντων εκτός Ελλάδος.
Η οικονομία αναπτύσσεται ήδη για πέντε συνεχόμενα τρίμηνα, κάτι που είχε να συμβεί για περισσότερα από δέκα χρόνια. Η ανοδική πορεία των δεικτών των επενδύσεων και των εξαγωγών θα ενισχυθεί περαιτέρω από την έξοδο στις αγορές και την εφαρμογή του αναπτυξιακού σχεδίου της κυβέρνησης, βασικός πυρήνας του οποίου είναι η ενίσχυση της εξωστρέφειας μέσω συγκεκριμένων μέτρων για ανάπτυξη προϊόντων και υπηρεσιών ανταγωνιστικών στις διεθνείς αγορές, διευκόλυνσης της εξαγωγικής και της επενδυτικής δραστηριότητας και δημιουργίας ενός σταθερού και φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος που θα επιτρέπει την αξιοποίηση του υψηλού επιπέδου του ανθρώπινου δυναμικού και της στρατηγικής θέσης της χώρας.
Μέσα σε αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον μέλημα της κυβέρνησης είναι με στοχευμένες μειώσεις φόρων και αυξήσεις κοινωνικών δαπανών, να δοθούν οικονομικές ανάσες στην κοινωνία, να μειωθεί περισσότερο η ανεργία, με τη δημιουργία νέων θέσεων σταθερής απασχόλησης, να συνεχισθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις προς όφελος της οικονομίας και να ανακτηθεί όσο το ταχύτερο το καταστραμμένο από τη λιτότητα και τις υφεσιακές πολιτικές ΑΕΠ. ένα διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον και κινητικότητα ξένων επενδυτών για την Ελλάδα».
Ειδικότερα, είπε πως το αυξημένο αυτό ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στον τουρισμό, στο real estate, στα logistics, τον αγροδιατροφικό τομέα και τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Τέλος, πρόκληση για την ελληνική οικονομία χαρακτήρισε την αντιμετώπιση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου.