Η αναθεώρηση του αξιόχρεου της Ελλάδας δεν προχώρησε, όπως άλλωστε αναμενόταν, με το οίκο αξιολόγησης Moody’s να προειδοποιεί για όχι καλές εξελίξεις. Λίγο πριν κατατεθεί το προσχέδιο του νέου Κρατικού Προϋπολογισμού και σχεδόν την ίδια ώρα που στην Νέα Υόρκη ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας σε ξένους επενδυτικούς οίκους, δήλωνε ότι «προτεραιότητά μας είναι η δημιουργία […]
Η αναθεώρηση του αξιόχρεου της Ελλάδας δεν προχώρησε, όπως άλλωστε αναμενόταν, με το οίκο αξιολόγησης Moody’s να προειδοποιεί για όχι καλές εξελίξεις.
Λίγο πριν κατατεθεί το προσχέδιο του νέου Κρατικού Προϋπολογισμού και σχεδόν την ίδια ώρα που στην Νέα Υόρκη ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας σε ξένους επενδυτικούς οίκους, δήλωνε ότι «προτεραιότητά μας είναι η δημιουργία φιλοεπενδυτικού κλίματος για την προσέλκυση επενδύσεων που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας», ο Οίκος θέτει το πλαίσιο της διπλής εποπτείας της χώρας από δανειστές και αγορές ταυτόχρονα.
Γιατί όμως δεν έγινε η αναβάθμιση;
Ο οίκος ξεκαθαρίζει ότι διατήρησε το θετικό outlook και, άρα, δεν θεωρείται πιθανή μια νέα υποβάθμιση της Ελλάδας, επειδή ως τώρα η χώρα έχει προχωρήσει σε ισχυρές μεταρρυθμίσεις.
Παράλληλα προειδοποιεί ότι μπορεί να ασκηθεί πίεση στην αξιολόγηση, εάν η ελληνική κυβέρνηση δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και προχωρήσει σε αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων που έχουν νομοθετηθεί, γεγονός το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση με τους πιστωτές.
Σύμφωνα με τον οίκο, τα θετικά στοιχεία για την αξιολόγηση της Ελλάδας ως τώρα ήταν οι «ισχυρές επιδόσεις στην εφαρμογή απαιτητικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», το πολύ χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης χρέους και οι διαχειρίσιμες ανάγκες δανεισμού, λόγω της στήριξης από τους τις ισχυρές οικονομικά χώρες της ευρωζώνης. Τυχόν ανατροπή των δεσμεύσεων όμως, μπορεί να οδηγήσει και σε άρση της στήριξης της Ευρωζώνης προς την Ελλάδα.
Από την άλλη, η Moody’s στην επικαιροποιημένη έκθεση που δημοσίευσε για την ελληνική οικονομία, εκφράζει ανησυχία για το πολύ υψηλό χρέος (188% του ΑΕΠ φέτος και 177,7% το 2019) αλλά και για τα συνεχή και πολύ υψηλά δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα που η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να επιτυγχάνει η χώρα για πολλά χρόνια ακόμα, εκφράζοντας αμφιβολίες για τις επιπτώσεις την ανάπτυξη αλλά και την διατηρησιμότητά τους. Προβλέπει μάλιστα ότι το 2019 δεν θα πιάσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% αλλά το εκτιμά σε 3,3% του ΑΕΠ.
Λίγο νωρίτερα ο υπουργός Οικονομικών κύριος Ευκλείδης Τσακαλώτος επικαλέστηκε τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία προβλέπει η κυβέρνηση, για να ανακοινώσει προς τη Βουλή ότι εκτός από τις μειώσεις στις συντάξεις το 2019, η κυβέρνηση θα επιδιώξει να ακυρώσει και το μέτρο που ψήφισε για την μείωση του αφορολογήτου σε μισθωτούς και συνταξιούχους από το 2020.
Ωστόσο οι αναλυτές τονίζουν ότι κριτήριο για να αναβαθμίσουν το αξιόχρεο της Ελλάδας προκειμένου να μπορεί να δανειστεί σε λογικά επιτόκια από τις αγορές είναι όχι μόνο η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, αλλά η τήρηση συνετής οικονομικής πολιτικής και η συνέχιση των προσπαθειών στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων, που έγιναν τα τελευταία χρόνια.
Στην έκθεση τονίζεται ότι τα «αντίμετρα» για το 2019 έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές, ενώ η «αναβολή» στις περικοπές των συντάξεων κατά 1% του ΑΕΠ το 2019, όπως έχει νομοθετηθεί, τελεί υπό συζήτηση και συναρτάται από τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας.
Οι αναλυτές σημειώνουν όμως ότι η κυβέρνηση πρέπει να επιμείνει στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων καθώς, όπως αναφέρουν, η προοπτική της ελληνικής οικονομίας παρέμεινε θετική, επειδή οι μεταρρυθμίσεις αρχίζουν να αποδίδουν. Για να επιβεβαιωθούν αυτές οι θετικές προοπτικές, τονίζουν, θα πρέπει οι ελληνικές αρχές να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις μεταρρυθμίσεις στις οποίες έχουν συμφωνήσει.
Καλοκαίρι του 2019 οι εκλογές
Ο οίκος αξιολογεί πλέον ως «μέτριο» και όχι «υψηλό» το πολιτικό ρίσκο και εκτιμά ότι εκλογές θα γίνουν μέσα στο καλοκαίρι του 2019. «Η σημερινή κυβέρνηση έχει καταφέρει να νομοθετήσει μεγάλο αριθμό μεταρρυθμίσεων με ισχνή πλειοψηφία στη Βουλή και χωρίς να έχουν πυροδοτηθεί μεγάλης κλίμακας αντιδράσεις όπως συνέβη στα δύο προηγούμενα μνημόνια» αναφέρει χαρακτηριστικά και προσθέτει: «Οι έρευνες γνώμης δείχνουν συνεπή και υψηλή στήριξη στα κόμματα που είναι υπέρ της συμμετοχής στην Ευρωζώνη».
Στην ουσία, οι αναλυτές του Οίκου Moody’s προκαλούν την κυβέρνηση να δοκιμάσει να βγάλει ένα νέο ομόλογο καθώς, όπως υποστηρίζουν, μία ένδειξη επιτυχούς επιστροφής στις αγορές, αλλά και μια κάπως ταχύτερη βελτίωση των συνθηκών στον τραπεζικό τομέα, θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν στην αναβάθμιση.