Το χθεσινό κραχ στις τραπεζικές μετοχές έχει μπει στο επίκεντρο των οίκων αξιολόγησης που βλέπουν πιθανή τη συνέχιση των πιέσεων. H Morgan Stanley σε χθεσινή ανάλυσή της παρά το γεγονός ότι θεωρεί υπερβολικές τις ανησυχίες για τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών «βλέπει» ως πιθανή την συνέχιση της πλεονάζουσας προσφοράς τίτλων. Από την άλλη πλευρά η […]
Το χθεσινό κραχ στις τραπεζικές μετοχές έχει μπει στο επίκεντρο των οίκων αξιολόγησης που βλέπουν πιθανή τη συνέχιση των πιέσεων.
H Morgan Stanley σε χθεσινή ανάλυσή της παρά το γεγονός ότι θεωρεί υπερβολικές τις ανησυχίες για τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών «βλέπει» ως πιθανή την συνέχιση της πλεονάζουσας προσφοράς τίτλων. Από την άλλη πλευρά η Goldman Sachs σε έκθεσή της μετά από συναντήσεις με τραπεζίτες στα τέλη του περασμένου μήνα προειδοποιεί ότι «η ικανότητα του τραπεζικού κλάδου να αντέξει οποιοδήποτε σοκ –εσωτερικό ή εξωτερικό, οικονομικής ή πολιτικής φύσεως- η παραμένει περιορισμένη».
Moody’s
Credit positive κρίνει η Moody’s για τις ελληνικές τράπεζες την κατάργηση των capital controls που είχαν επιβληθεί από τον Ιούνιο του 2015.
Η βελτίωση των οικονομικών προοπτικών της χώρας και μια αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα τους τελευταίους μήνες, οδήγησε στην χαλάρωση των capital controls, κάτι που πιθανώς θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών και θα βοηθήσει τις τράπεζες να βελτιώσουν περαιτέρω τα χρηματοδοτικά τους προφίλ, που συνιστά credit positive.
Η σταδιακή επιστροφή των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα τους τελευταίους επτά μήνες και η μεγαλύτερη αισιοδοξία μετά από την επιτυχημένη έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, είναι βασικοί κινητήριοι μοχλοί πίσω από την απόφαση του υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδας να χαλαρώσει σημαντικά τα capital controls.
Επιπλέον, η σημαντική μείωση της εξάρτησης των τραπεζών από τη χρηματοδότηση της κεντρικής τράπεζας μέσω του ELA, σηματοδοτεί τη βελτίωση της ρευστότητας των τραπεζών τα τελευταία τρίμηνα.
Η χαλάρωση των περιορισμών θα ενθαρρύνει πιθανώς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να επιστρέψουν στις τοπικές τράπεζες εάν έχουν ενδεχομένως χρήματα εκτός του τραπεζικού συστήματος. Μια αύξηση των καταθέσεων των καταναλωτών τα τελευταία χρόνια, έχει βοηθήσει τις ελληνικές τράπεζες να μειώσουν την εξάρτησή τους από τον ELA, που ανέρχεται στο 2% των συνολικών τραπεζικών assets στο τέλος του Αυγούστου, έναντι του 21% τον Αύγουστο του 2015.
Morgan Stanley
Ο οίκος θεωρεί υπερβολικές τις ανησυχίες για τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών ωστόσο εκτιμά ότι οι πιέσεις είναι πιθανόν να συνεχιστούν μέχρι να υπάρξει περισσότερη διαύγεια για το σχέδιο κεφαλαιακής ενίσχυσης της Πειραιώς και οι τράπεζες να αποκαλύψουν τους στόχους για τη μείωση των NPEs έως το 2021 και τη συμμετοχή των πωλήσεων/διαγραφών.
Η έκθεση θυμίζει τον σχεδιασμό της Πειραιώς να προχωρήσει στην έκδοση ομολόγου Tier II και επισημαίνει ότι τηλεγράφημα του Bloomberg την Παρασκευή ότι πρέπει να προχωρήσει έως το τέλος του έτους δημιούργησε ανησυχία ενώ αναφέρεται και στις δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου της τράπεζας ότι η αναζητείται παράθυρο ευκαιρίας για έκδοση χρέους.
Αναφορικά με τις ρευστοποιήσεις στον τίτλο της Πειραιώς, η Morgan Stanley υποστηρίζει ότι οι παραπάνω ειδήσεις δημιούργησαν ανησυχία, δεδομένου ότι οι αγορές αυτή τη στιγμή είναι «κλειστές» λόγω της υψηλής μεταβλητότητας. Η χρονική στιγμή προκάλεσε προβληματισμό, δεδομένου ότι βρίσκονται σε εξέλιξη οι συζητήσεις των τραπεζών με την εποπτική αρχή για τους στόχους μείωσης των κόκκινων δανείων. Στην Πειραιώς, ο δείκτης κάλυψης NPEs είναι χαμηλότερος των άλλων τραπεζών, σημειώνει ο οίκος, και με τον δείκτη κεφαλαίων CET1 στο 13,6% το α’ εξάμηνο του 2018, δεν είναι ξεκάθαρο στους αναλυτές του πόσες περισσότερες διαγραφές μπορεί να «σηκώσει» ο ισολογισμός.
H Morgan Stanley σημειώνει ότι υπάρχει περιορισμένη ορατότητα για την επενδυτική τοποθέτηση στις ελληνικές τράπεζες, δεδομένου ότι η μείωση των κόκκινων δανείων απαιτεί σταθερό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον στην περιφέρεια της Ευρώπης τουλάχιστον έως το 2021.
«Αισθάνεται», όμως, ότι οι τελευταίες κινήσεις των μετοχών είναι υπερβολικές, δεδομένου ότι τώρα οι τράπεζες είναι φθηνότερες από το Νοέμβριο του 2017, όταν τα IFRS9 και τα stress tests ήταν προ των πυλών.
Τέλος, η Morgan Stanley επισημαίνει ότι παρά τους επιμέρους δείκτες για κόκκινα δάνεια, καλύψεις κ.τ.λ., η άρση των capital controls περιορίζει την ορατότητα καθώς με τις διακυμάνσεις των μετοχών και τις επερχόμενες εκλογές δεν είναι ξεκάθαρο πόσο θα μπορούσε να επηρεαστεί η συμπεριφορά των καταθετών. Τονίζει, ωστόσο, πως σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση, η κατάσταση του κλάδου είναι υγιής, έχοντας αντικατασταθεί το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης από ELA/ECB από καταθέσεις και διατραπεζική αγορά.
Goldman Sachs
Προειδοποιήσεις για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα περιλαμβάνει ανάλυση της Goldman Sachs η οποία υποστηρίζει πως «η ικανότητα του τραπεζικού κλάδου να αντέξει οποιοδήποτε σοκ –εσωτερικό ή εξωτερικό, οικονομικής ή πολιτικής φύσεως- παραμένει περιορισμένη».
Η έκθεση της επενδυτικής τράπεζας αποτυπώνει το περιεχόμενο συναντήσεων που διενήργησε στην Αθήνα στις 27-28 Σεπτεμβρίου με τραπεζικές διοικήσεις αλλά και με κυβερνητικά στελέχη.
Κατά την Goldman Sachs αυτή η προσπάθεια θα υποστηριχθεί από το ισχυρό οικονομικό momentum, περιλαμβανομένης της ανάκαμψης στη στεγαστική αγορά, που βρίσκεται στα αρχικά στάδια, από μια αυξανόμενα δυναμική δευτερογενή αγορά χονδρικής πώλησης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και από έναν χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης των στρατηγικών κακοπληρωτών με την πάροδο του χρόνου.
Η Goldman Sachs αποτίμησε θετικά την μακροοικονομική δυναμική της Ελλάδος, που βασίζεται στην εξωτερική ζήτηση και ιδιαίτερα στον τουρισμό, την αύξηση των τιμών κατοικιών κυρίως λόγω της ισχυρής ζήτησης από ξένους, τη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών και την ύπαρξη μεγάλου ταμειακού μαξιλαριού που καλύπτει τις ανάγκες αναχρηματοδότησης για τουλάχιστον τα επόμενα δύο χρόνια και τους φιλόδοξους στόχους των τραπεζών για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Την ίδια στιγμή η τράπεζα αποτίμησε αρνητικά, το γεγονός ότι η αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδος να υπολείπεται αυτής που σημειώθηκε σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως στην Ισπανία, μετά την έξοδο από το πρόγραμμα.
Ακόμη, αναφέρει πως όσο φιλόδοξοι και αν είναι οι στόχοι για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αυτά αναμένεται να παραμείνουν σε αυξημένα επίπεδα για μακρά χρονική περίοδο.