«Στα χαμηλά» θα βρίσκεται η ελληνική Οικονομία για άλλη μια τριετία, σύμφωνα με νέα έκθεση του ΟΟΣΑ. Ο Οργανισμός, στις Οικονομικές Προβλέψεις που ανακοίνωσε την Τετάρτη, εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης στη χώρα μας θα κινηθεί φέτος σε 2,1%, σε 2,2% το 2019. Ωστόσο, η ανάκαμψη θα ξαναπέσει στο 2,1% το 2020. Εμμέσως ο ΟΟΣΑ […]
«Στα χαμηλά» θα βρίσκεται η ελληνική Οικονομία για άλλη μια τριετία, σύμφωνα με νέα έκθεση του ΟΟΣΑ.
Ο Οργανισμός, στις Οικονομικές Προβλέψεις που ανακοίνωσε την Τετάρτη, εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης στη χώρα μας θα κινηθεί φέτος σε 2,1%, σε 2,2% το 2019.
Ωστόσο, η ανάκαμψη θα ξαναπέσει στο 2,1% το 2020.
Εμμέσως ο ΟΟΣΑ “καυτηριάζει” την επιλογή της κυβέρνησης να “κόβει” κονδύλια δημοσίων επενδύσεων, προκειμένου να δώσει παροχές.
Τονίζει ότι εάν ο αδύναμος ρυθμός ανάπτυξης «θέσει σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους, η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει μια αλλαγή προτεραιοτήτων.
Η αλλαγή θα πρέπει να γίνει μεταξύ των κοινωνικών μέτρων και των Επενδύσεων σε υποδομές. Επίσης θα πρέπει να συνεχίσει να διευρύνει τη φορολογική βάση».
Δηλαδή από τώρα συστήνει, εάν με τις περικοπές στο ΠΔΕ δεν επιτυγχάνονται πλέον ξανά πρωτογενή πλεονάσματα η κυβέρνηση να ρίχνει περισσότερα χρήματα στις δημόσιες επενδύσεις.
Προτείνει επίσης, να αλλάζει το μείγμα των κοινωνικών παροχών ή να αυξήσει με άλλους τρόπους την φοροδοτική βάση.
Όσον αφορά στα δημοσιονομικά, προβλέπει ότι ο προϋπολογισμός θα καλύψει τους μεσοπρόθεσμους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων.
Αποτιμά θετικά την προωθούμενη μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και μερισμάτων, στον ΕΝΦΙΑ και στις ασφαλιστικές εισφορές.
Ωστόσο ο ΟΟΣΑ διαπιστώνει προβλήματα και αργή πρόοδο στην προσέλκυση νέων ξένων άμεσων επενδύσεων.
Προβλήματα εντοπίζει και στην υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων.
Εκτιμά ότι η ανεπαρκής χρηματοδότηση παραμένει περιοριστικός παράγοντας για την κατανάλωση.
Αν και ο τραπεζικός δανεισμός στους πλέον δυναμικούς τομείς του τουρισμού και του εμπορίου έχει σταθεροποιηθεί, η συνολική πιστωτική επέκταση ακόμα συρρικνώνεται.
Καταγράφει πως ο ELA έχει σχεδόν μηδενιστεί και οι τράπεζες επιτυγχάνουν τους στόχους μείωσης των κόκκινων δανείων κυρίως μέσω πωλήσεων και διαγραφών.
Ωστόσο, τα κόκκινα στεγαστικά δάνεια αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη δυσκολία σε σχέση με τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά, λόγω των προστατευτικών νόμων.