Το παραπανίσιο βάρος ευθύνεται για σχεδόν το 4% των καρκίνων σε όλο τον κόσμο. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί στο μέλλον, σύμφωνα με μια νέα αμερικανο-βρετανική επιστημονική μελέτη. Περίπου τέσσερα εκατομμύρια θάνατοι το χρόνο παγκοσμίως σχετίζονται με τα περιττά κιλά. Η οικονομική επίπτωση των διαφόρων ασθενειών που έχουν σχέση με την παχυσαρκία, φθάνει τα […]
Το παραπανίσιο βάρος ευθύνεται για σχεδόν το 4% των καρκίνων σε όλο τον κόσμο.
Μάλιστα, το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί στο μέλλον, σύμφωνα με μια νέα αμερικανο-βρετανική επιστημονική μελέτη.
Περίπου τέσσερα εκατομμύρια θάνατοι το χρόνο παγκοσμίως σχετίζονται με τα περιττά κιλά.
Η οικονομική επίπτωση των διαφόρων ασθενειών που έχουν σχέση με την παχυσαρκία, φθάνει τα δύο τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Περισσότεροι από 544.000 καρκίνοι το χρόνο (γύρω στο 4% των συνολικών καρκίνων διεθνώς) σχετίζονται με το έξτρα βάρος.
Το ποσοστό αυτό κυμαίνεται από κάτω του 1% σε μερικές φτωχές χώρες ως 8% σε μερικές πλούσιες.
Οι ερευνητές, τονίζουν ότι από τη δεκαετία του 1970 αυξάνονται σταδιακά οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι άνθρωποι στις περισσότερες χώρες.
Σήμερα, τουλάχιστον το 40% των ενηλίκων στη Γη (σχεδόν δύο δισεκατομμύρια) και περίπου το 20% των παιδιών ηλικίας πέντε έως 19 ετών (σχεδόν 350 εκατομμύρια) έχουν βάρος μεγαλύτερο του κανονικού.
Τα πρόσθετα κιλά έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο για τουλάχιστον 13 είδη καρκίνου.
Η οικονομική ανάπτυξη συνδέεται άμεσα -όχι όμως πάντα- με την παχυσαρκία του πληθυσμού μιας χώρας.
Για κάθε αύξηση κατά 10.000 δολάρια του μέσου εθνικού εισοδήματος, αυξάνεται κατά 0,4 ο δείκτης μάζας σώματος των ενηλίκων.
Υπάρχουν πάντως χώρες, ιδίως της ανατολικής Ασίας (π.χ.: Ιαπωνία, Νότια Κορέα), όπου, παρά την οικονομική ευημερία τους, εμφανίζουν χαμηλά ποσοστά παχυσαρκίας.
Αυτό, κυρίως επειδή ακολουθούν παραδοσιακά πρότυπα διατροφής με χαμηλότερες θερμίδες.
Από την άλλη, υπάρχουν χώρες χαμηλότερου εισοδήματος (π.χ.: Αίγυπτος), όπου τα ποσοστά παχυσαρκίας είναι υψηλά.
Το «φρενάρισμα» της παχυσαρκίας αποτελεί στόχο προτεραιότητας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας έως το 2025.
Αυτό που προς το παρόν φαντάζει απίθανο, καθώς θα πρέπει να συντονίσουν τις προσπάθειές τους οι κυβερνήσεις, οι επιχειρήσεις και η κοινωνία των πολιτών – πράγμα καθόλου εύκολο.