Γράφει η Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Ζητώ μόνο από τον Θεό να δείξει έλεος για την ψυχή αυτού του άθεου.
Τα τελευταία λόγια του Miguel de Unamuno, Ισπανός συγγραφέας & φιλόσοφος
Ο χαμός ενός νέου ανθρώπου, σε συνθήκες μάλιστα που προκαλούν φρίκη, είναι φυσικό να συντηρεί την ειδησεογραφία για ημέρες. Τα social media μετατρέπονται σε ανακριτικά γραφεία και τηλεδικαστήρια, με αναφορές μάλιστα σε πληροφορίες που προσβάλλουν την εικόνα του θύματος.
Αναρωτιέται κανείς τι νόημα έχει η περιγραφή του τραύματος που προκάλεσαν στην άτυχη Ελένη, αν φορούσε τα ρούχα της στη θάλασσα, αν της είχαν δέσει τα πόδια, κι όλα αυτά που προσβάλλουν τη μνήμη της και το όμορφο προφίλ της, που όλοι θέλουμε να διατηρήσουμε ως την τελευταία εικόνα της.
Κι αυτή η εμμονή μας να «ψαχουλεύουμε» κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια λίγες ώρες μετά την τραγική απώλεια ενός νέου κοριτσιού, σε τι εξυπηρετεί;
Αν όμως έτσι «ικανοποιείται» η δημοσιογραφική δεοντολογία και η ενημέρωση, τότε εύλογα προκύπτει άλλο ερώτημα.
Γιατί δεν υπάρχουν τόσα στοιχεία για την άλλη πλευρά, του θύτη, του δράστη, ή των δραστών;
Κι όταν αποφασίζουν να μιλήσουν, δε νιώθουν τουλάχιστον την υποχρέωση να το κάνουν κατά πρόσωπο κι όχι με την πλάτη γυρισμένη στην κάμερα;
Στην κοινωνία δηλαδή, έναντι της οποίας είναι και υπόλογοι, με την ηθική κι όχι τη νομική έννοια. Να ζητήσουν τουλάχιστον συγγνώμη, οι της άλλης πλευράς, για λογαριασμό εκείνων που η συγνώμη και η μεταμέλεια μόνο νομική ισχύ μπορεί να έχει.
Για την υπό κατάρρευση κοινωνία μας, ήταν αρκετοί αυτοί που συγκινήθηκαν με την «συγγνώμη» που ακούστηκε.
Πρόκειται για την επιστολή της μάνας του ενός εκ των δύο υπαίτιων για τον τραγικό θάνατο της Ελένης, που πήρε το ρίσκο να ζητήσει συγγνώμη για λογαριασμό του γιου της.
Ρίσκο, γιατί η συγγνώμη όταν πρόκειται για τόσο μεγάλα εγκλήματα μάλλον ως ειρωνεία εκλαμβάνεται από τον αποδέκτη.
Αυτή η «βαριά» λέξη, είναι μόνο ένα δείγμα ευγένειας και καλής συμπεριφοράς σε μικρές ασήμαντες παρεκτροπές ή ενοχλήσεις που συμβαίνουν στην καθημερινότητά μας.
Προκειμένου όμως για εγκλήματα που προκαλέσαμε, ακόμα κι αν γίνει δεκτή, δεν μας αποκαθιστά στη συνείδηση του άλλου.
Ωστόσο η μάνα αυτή, έκανε μαζί με τη συγγνώμη, που δεν έγινε δεκτή από τους γονείς της Ελένης, και μία κατάθεση ψυχής ως απολογία τουλάχιστον στην τοπική κοινωνία.
Το στίγμα, όπως αναφέρει στην επιστολή της, που θα κουβαλάει η ίδια αλλά και οι αναπόφευκτες τύψεις που θα καταδιώκουν τον γιο της, στην υπόλοιπη ζωή του, είναι μία ισόβια ηθική καταδίκη, πιο οδυνηρή από αυτή που θα επιβάλλουν τα δικαστήρια.
Όσοι λοιπόν από εμάς στέλνουμε το ανάθεμα στους γονείς που «έβγαλαν» τέτοια παιδιά στην κοινωνία, ας αναλογιστούμε το ψυχικό σοκ της μάνας αυτής, που διαπίστωσε ξαφνικά πως τα όνειρά της γι’ αυτόν το γιο που μεγάλωνε, έγιναν συντρίμμια, την ίδια στιγμή που έγιναν συντρίμμια και τα όνειρα των γονιών της Ελένης για εκείνη. Στη δεύτερη περίπτωση, με βάρβαρο, ανελέητο και απάνθρωπο τρόπο.
Μια συγγνώμη από μία μάνα που βιώνει εφιάλτες, καταδιώκεται από το στίγμα και τις ενοχές για πράξεις όχι δικές της, είναι σχεδόν ομολογία.
Η μη αποδοχή ωστόσο της συγγνώμης γίνεται εδώ απόλυτα κατανοητή και δικαιολογημένη. Αν μπορούσαμε να δώσουμε έναν επιπλέον ορισμό στην «κόλαση», είναι αυτό που βιώνουν οι γονείς όταν θάβουν το παιδί τους.
Η συγγνώμη έχει ρίσκο, λειτουργεί ως καταλύτης αλλά ταυτόχρονα και ως περιφρόνηση. Κι αυτός είναι ο λόγος που αποφεύγουμε να τη ζητάμε.
Με τη συγγνώμη αυτοπροσδιοριζόμαστε ένοχοι και αποζητούμε συγχώρεση, έλεος. Κι αυτό είναι ταπεινωτικό για μας και δεν απέχει από την αλήθεια. Δεν το αντέχουμε.
Μπορεί να είναι δείγμα ανωτερότητας αλλά πολλές φορές συνθλίβει την αξιοπρέπειά μας, μοιάζει σαν μια κραυγαλέα ικεσία να αποβάλλουμε οι «έξω από τον χορό» τις κατάρες, το απύθμενο μίσος και την λαχτάρα για φρικτή τιμωρία.
Γιατί έτσι, γινόμαστε «ένα» με αυτό που θέλουμε να ξορκίσουμε.
Και γεμάτοι με κακό, δεν μπορούμε να το τιμωρήσουμε ως κοινωνία, να το βάλουμε στο περιθώριο ως κάτι που δεν θέλουμε καν να γυρίσουμε να ρίξουμε ένα βλέμμα. Κι όχι για λίγο, αλλά για πάντα.