Από την Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Όποιος μας πρόδωσε, δεν θα μας συγχωρέσει ποτέ για την πράξη του αυτή
Nicolás Gómez Dávila, Κολομβιανός συγγραφέας
Πώς θα ξημέρωνε άραγε η Δευτέρα της 3ης Ιουνίου αν το αποτέλεσμα των επαναληπτικών εκλογών ήταν ακριβώς το αντίθετο; Χοροί και τραγούδια, αγκαλιές και φιλιά, σουβλάκια, μπύρες και μαλλί της γριάς στο Σύνταγμα αλλά και σε όλη την Ελλάδα! Και φυσικά το αποτέλεσμα όλης της πανδαισίας των «νικητών», των «κερδισμένων», που θα ήταν τα σκουπίδια, ως ένα μήνυμα πως η πρωτεύουσα, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτά.
Δεν έγινε όμως έτσι. Οι νικητές, μετριοπαθείς και συντηρητικοί της Αθήνας, δεν κατέβηκαν στις πλατείες όπως οι «προοδευτικοί» το βράδυ του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου του 2015 στο Σύνταγμα. Δεν προκάλεσαν τους «ηττημένους». Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς πως για πρώτη φορά συμβαίνει στην Ελλάδα το παράδοξο. Οι “ηττημένοι” προκαλούν τους “κερδισμένους” με δηλώσεις στα πάνελ που αδυνατεί να συλλάβει ο νους, αλλά και τον ίδιο τον λαό που “δεν κατάλαβε” τι ψήφισε.
Στην πραγματικότητα, οι όροι που αναφέρονται σε «κερδισμένους» και «χαμένους», σε «νικητές» και «ηττημένους», δημιουργούν διχασμό ανάμεσα στους πολίτες, υποδαυλίζουν το μίσος και την επιθετικότητα η οποία στο τέλος στρέφεται αδιακρίτως εναντίον όλης της κοινωνίας.
Αν κάποιος υποψήφιος διεκδικεί και τελικά κερδίζει, αυτό δεν είναι η εξουσία αλλά η εμπιστοσύνη των πολιτών και φυσικά, η εντολή και η υποχρέωση να υλοποιήσει τις υποσχέσεις του. Η εμπιστοσύνη είναι μία εύθραυστη αξία που εύκολα την κερδίζει κάποιος όχι επειδή εξ’ ορισμού την αξίζει, αλλά επειδή την έχασε ο προηγούμενος… διαχειριστής. Οι λόγοι για τους οποίους τόσο οικτρά απογοήτευσε η πρώτη φορά Αριστερά όσους την πίστεψαν έχει καταγραφεί στη συνείδηση και των πιο καλόπιστων Συριζαίων.
Οι πολίτες δεν εκλέγουν πλέον τις ηγεσίες τους με βάση τις υποσχέσεις τους αλλά αξιολογώντας την ειλικρίνεια και τη σοβαρότητά τους.
Εν έτει 2019, η πλειοψηφία γνωρίζει πως δεν μπορείς να μοιράζεις πλούτο που δεν παράγεις. Κυρίως, δεν μπορείς να πουλάς ανθρωπιά και ευαισθησία στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα εκμεταλλευόμενος την άγνοιά τους υπεξαιρώντας από τους λίγους, που τελικά ήταν πολλοί, διαχωρίζοντας κάθετα την κοινωνία σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις που πρέπει η μία να εξοντώσει την άλλη. «Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», ήταν το λάβαρο του Τσίπρα, το πιο διχαστικό μήνυμα που εκτόξευσε ποτέ αρχηγός κράτους, ο ορισμός της πολιτικής ανηθικότητας στο πρόσωπο ενός νέου ανθρώπου, που δεν πρέπει πλέον να έχει θέση στην πολιτική ζωή της χώρας.
Αντί οι ηγέτες να παροτρύνουν τους οικονομικά αδύναμους να βάλουν τη φαντασία τους και τα χέρια τους να δουλέψουν περισσότερο, η Αριστερά τους εξαπατά πως θα τους λύσει το πρόβλημα καλλιεργώντας το μίσος εναντίον μιας ελίτ, που είτε από ματαιοδοξία είτε ακόμη και από απληστία, αποκτά περισσότερα από όσα χρειάζεται.
Δεν μπορούμε να πάμε κόντρα στην ανθρώπινη φύση, έλεγε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, υπερασπιζόμενος την αριστεία, την ανάγκη κάποιων να ξεχωρίζουν, να προβάλλονται. Κι αυτό συμβαίνει και με τον πλούτο, ο οποίος τελικά ανακατανέμεται (και) στα χαμηλά στρώματα.
Είναι αξιοπρόσεκτη η άποψη του Γάλλου La Roche Foucault: «Υποσχόμαστε σύμφωνα με τις ελπίδες και τηρούμε τις υποσχέσεις μας σύμφωνα με τους φόβους μας». Οι ελπίδες μας όμως και οι φόβοι είναι ασταθείς παράγοντες, ανίσχυροι να δεσμεύσουν έναν άνθρωπο, ώστε να παραμένει σταθερός μέχρι να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Γιατί, αν οι ελπίδες μεταβληθούν, αν οι φόβοι αμβλυνθούν ή οξυνθούν, τότε και ο υποσχεθείς εύκολα ολισθαίνει προς την κατωφέρεια της αθέτησης.
Όποιος υπόσχεται εύκολα κι επιπόλαια, γνωρίζει εκ των προτέρων ότι το ίδιο εύκολα θα λησμονήσει την υπόσχεσή του. Όποιος με τα λόγια του δημιουργεί ελπίδες πως δήθεν θα βοηθήσει κάποιον να κατακτήσει ένα αγαθό, αυτός είναι ένας κοινός απατεώνας, διότι εξαργυρώνει την εμπιστοσύνη, που του έδειξαν οι άνθρωποι της ανάγκης. Είναι ορθός ο λόγος που λέει «όποιος πληρώνει με υποσχέσεις πληρώνει με ζωγραφιστό χρήμα».
Ελπίζουμε, το φθαρμένο πλέον σλόγκαν των πολιτικών πως «δεν γίνονται όλα από τη μια μέρα στην άλλη», να μην το ακούσουμε ξανά, όποιος κι αν λάβει την εξουσία στις επερχόμενες εκλογές. Μια εξουσία, που δεν είναι ούτε νίκη ούτε κατάκτηση. Είναι εντολή με χρονοδιάγραμμα.