Το κρίσιμο στοίχημα για την επόμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι να σταθεί στο ύψος της λαϊκής αξίωσης.
Άρθρο της Ιωάννας Καλαντζάκου – Τσατσαρώνη
Δικηγόρου-τ. Αντιπροέδρου Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Υποψήφιας βουλευτή Ν.Δ. – Βόρειος Τομέας, Β’ Αθηνών
O επίλογος της χειρότερης μεταπολιτευτικής κυβέρνησης δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικός. Ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε με αλαζονεία, υποκρισία, διχαστικό λόγο και ιδιοτέλεια. Απέρχεται μεταβάλλοντας τη Βουλή σε πλυντήριο προεκλογικών διευθετήσεων και ρουσφετολογικών τακτοποιήσεων. Στα 4,5 χρόνια της θητείας της, η κυβέρνηση προσέβαλε την αξιοπρέπεια των Ελλήνων με τη συνολική φτωχοποίηση της κοινωνίας. Έθιξε την πατριωτική τους συνείδηση εκχωρώντας κρίσιμα εθνικά δικαιώματα. Αντιμετώπισε το Δημόσιο ως λάφυρο για την «αποκατάσταση» των δικών της ανθρώπων και την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα ως ευκαιρία συναλλαγών και διαπλοκής.
Η κυβερνητική αλαζονεία και ιδιοτέλεια, ο «πολακισμός», οι θεσμικές εκτροπές και η υποκρισία εξόργισαν και αφύπνισαν τους Έλληνες. Με την ψήφο του για το Ευρωκοινοβούλιο, τους δήμους και τις περιφέρειες, ο ελληνικός λαός καταδίκασε τον διχασμό και την υποκρισία και αξίωσε μία νέα διακυβέρνηση, βασισμένη στην ενότητα, την αλήθεια και την υπευθυνότητα. Το κρίσιμο στοίχημα για την επόμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι να σταθεί στο ύψος της λαϊκής αξίωσης. Να επιβάλει ένα νέο κυβερνητικό και κοινοβουλευτικό ύφος, με σεβασμό προς τους θεσμούς και τους πολίτες. Και να οδηγήσει τη χώρα προς τη θεσμική και οικονομική ανόρθωση.
Για τη νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η ανόρθωση της χώρας δεν είναι μόνο στοίχημα ευημερίας. Είναι και στοίχημα πολιτικής ελευθερίας. «Το να φτωχοποιείς τους πολίτες είναι και αυτό ένδειξη τυραννίας», είχε γράψει ο Αριστοτέλης («και το πένητας ποιείν τους αρχομένους τυραννικόν»). Ο ΣΥΡΙΖΑ επιζήτησε να μεταβάλει την Ελλάδα σε κοινωνία ανθρώπων στα όρια των οικονομικών τους δυνάμεων και εξαρτημένων από το κράτος, άρα από τις βουλήσεις της πολιτικής εξουσίας.
Στην οικονομία, η πολιτική αυτή οδήγησε στην καταστροφή. Οι εγκληματικοί χειρισμοί του 2015 προκάλεσαν το αχρείαστο τρίτο Μνημόνιο με πρόσθετο χρέος 100 δισ. ευρώ και συνολική ζημία σχεδόν 200 δισ. Οι τράπεζες υπέστησαν βαρύτατο πλήγμα με αποτέλεσμα απώλειες 45 δισ. για το Δημόσιο και 15 δισ. για τους μικρομετόχους τους. Κατά την τετραετία 2015-1018 η κυβέρνηση επέβαλε 29 νέους φόρους ύψους 5,5 δισ. ευρώ και 17 μειώσεις συντάξεων και αυξήσεις ασφαλιστικών εισφορών. Το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων θυσιάστηκε στο βωμό των υπερβολικών πλεονασμάτων. Το ασφαλιστικό σύστημα επί της ουσίας καταστράφηκε με τον νόμο Κατρούγκαλου.
Το δημόσιο χρέος μετακυλήθηκε στους ιδιώτες. Η μεσαία τάξη, η ραχοκοκαλιά της οικονομίας, στοχοποιήθηκε συνειδητά με φόρους και εισφορές που δήμευσαν το εισόδημα και την περιουσία της, για να χρηματοδοτούν τα προεκλογικά επιδόματα του ΣΥΡΙΖΑ. Και οι οικονομικά ασθενέστεροι αντιμετώπισαν την κοινωνική αναλγησία της κυβέρνησης με την κατάργηση των επιδομάτων και την αύξηση των εμμέσων φόρων. Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες νέοι αναγκάστηκαν να φύγουν στο εξωτερικό ως υποχρεωτική διέξοδο επιβίωσης Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποχωρεί αφήνοντας πίσω της εικόνα καταστροφής, άδεια ταμεία και τεράστια οικονομικά βάρη για το μέλλον.
Με αυτά τα δεδομένα, η νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία καλείται να οδηγήσει τη χώρα σε μία αληθινή εθνική οικονομική και θεσμική επανεκκίνηση. Να υιοθετήσει μία εντελώς διαφορετική οικονομική πολιτική με μείωση φόρων και μέτρα τόνωσης των επενδύσεων, ώστε να επανέλθει η οικονομία σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά. Να αποκαταστήσει τη λειτουργία των θεσμών. Να ανασυγκροτήσει το κράτος, ώστε να γίνει χρήσιμο για τους πολίτες και ελκυστικό για τους επενδυτές. Και με όπλο την αναπτυξιακή στροφή, να αναδιαπραγματευτεί το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Η Νέα Δημοκρατία διεκδικεί τη λαϊκή εντολή και ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία πιστεύοντας σε μια ισχυρή Ελλάδα με υγιείς θεσμούς, σύγχρονο κράτος και ευημερούντες πολίτες, σε μία κοινωνία αλληλεγγύης, ίσων ευκαιριών και σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων. Και με το πρόγραμμά της δεσμεύεται ρεαλιστικά και υπεύθυνα σε μία πολιτική που θα αποφέρει όχι μόνο την οικονομική ευημερία, αλλά και την πολιτική ελευθερία.