Άνεργοι πτυχιούχοι στην Ελλάδα: Μπορεί η πλειοψηφία των νέων στην Ελλάδα να έχει σωρεία πτυχίων… κρεμασμένα στον τοίχο, όμως δυστυχώς, η αγορά εργασίας δεν δείχνει να συγκινείται από τα προσόντα. Η Ελλάδα, κατείχε για το 2018 ακόμα μία θλιβερή πρωτιά, καθώς σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Αναπτυξιακής Πολιτικής της ΓΣΕΕ στη χώρα μας υπήρχε το υψηλότερο ποσοστό άνεργων πτυχιούχων στην ΕΕ των 28. Αντίστοιχα, ήταν τελευταία στη σειρά της ίδιας χρονιάς ως προς το ποσοστό των απασχολούμενων αποφοίτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η έρευνα που παρουσιάστηκε την Παρασκευή στη Θεσσαλονίκη δείχνει, επίσης, ότι περισσότεροι από 3 στους 10 απασχολούμενοι με πτυχίο καλύπτουν θέσεις εργασίας για τις οποίες θα αρκούσαν λιγότερα προσόντα.
Στην μελέτη επισημαίνεται ότι από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας, πέρα από την αναντιστοιχία μεταξύ των προσόντων που διαθέτουν οι εργαζόμενοι και αυτών που απαιτούνται για την κάλυψη των θέσεων εργασίας, είναι και οι χαμηλές αμοιβές παρά τις πανεπιστημιακές σπουδές. Eιδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η χώρα μας κατείχε το 2018 αρνητική πρωτιά στην ΕΕ των 28 με ποσοστό 19,9%, σε ανέργους πτυχιούχους έως 39 ετών, καθώς είναι πιο εύκολο να βρει δουλειά κάποιος που δεν διαθέτει πτυχίο.
Η Ελλάδα, το 2018 κατείχε επίσης την τελευταία θέση στην ΕΕ των 28, με ποσοστό 69,6%, σε απασχολούμενους αποφοίτους Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 20-34 ετών, ενώ παράλληλα, περισσότεροι από 3 στους 10 απασχολούμενοι με πτυχίο καλύπτουν θέσεις εργασίας για τις οποίες θα αρκούσαν λιγότερα προσόντα.
Η έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ
* Οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις (μέχρι και 49 απασχολούμενους) στην Ελλάδα αποτελούν διαχρονικά το σώμα της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Πιο συγκεκριμένα το 2019 εκτιμάται ότι οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα θα αντιστοιχούν στο 99,7% του συνόλου των επιχειρήσεων, θα απασχολούν το 78,2% τους συνόλου των εργαζομένων στις ελληνικές επιχειρήσεις και θα παράγουν το 46,6% της συνολικής προστιθέμενης αξίας (σε κόστος συντελεστών παραγωγής) που παράγει το σύνολο του μη οικονομικού και ασφαλιστικού κλάδου των ιδιωτικών επιχειρήσεων στη χώρα. Ας σημειωθεί ότι το 2016 η ετήσια συνολική δαπάνη για Έρευνα κι Ανάπτυξη των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα αντιστοιχούσε μόλις στο 11,7% (83,6 εκατ. ευρώ) της συνολικής δαπάνης του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας στη χώρα (740,4 εκατ. ευρώ).
* Την περίοδο 2008-2014 οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα υπέστησαν ισχυρότατο πλήγμα από την οικονομική κρίση. Συγκεκριμένα, το 2014 έναντι του 2008, έχασαν το 1/5 της δυναμικής τους (175.844 επιχειρήσεις), οδήγησαν στην ανεργία το 25,0% των εργαζομένων τους (498.486 εργαζόμενους) και απώλεσαν το 35,3% της προστιθέμενης αξίας τους (14,7 δισ. ευρώ).
* Ας σημειωθεί ότι στην κατηγορία των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων ανήκουν οι καινοφανείς επιχειρήσεις έντασης γνώσης, οι νεοφυείς επιχειρήσεις (startup) και οι τεχνοβλαστοί (spin-offs), αλλά και ευρύτερα η νεανική επιχειρηματικότητα καθώς και το σύνολο των φορέων της κοινωνικής & αλληλέγγυας οικονομίας στη χώρα.
Επιπλέον:
– Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα δεν ανταμείβει το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης των αποφοίτων της εκπαίδευσης, που είναι προσανατολισμένο σε σύγχρονα επιστημονικά πεδία σπουδών (με μικρές αποκλίσεις από τις μέσες τιμές της ΕΕ-28). Άτυπα όμως, έχει υιοθετήσει ένα μοντέλο που προκρίνει ως ικανοποιητικά προσόντα εργασίας: (α) τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, (β) τη γνώση της Αγγλικής σε επίπεδο Proficiency (αναγνωρισμένο δίπλωμα επάρκειας για διδασκαλία της Αγγλικής) και (γ) την τριετή προϋπηρεσία στο αντικείμενο. Ωστόσο, συνήθως το αντικείμενο εργασίας που προσφέρεται αντιστοιχεί «σε εξειδικευμένο απόφοιτο Επαγγελματικού Λυκείου και IEK, ενώ η προσφερόμενη εργασία αμείβεται με μισθό κατώτερο του αποφοίτου Γυμνασίου (ανειδίκευτου εργαζόμενου)».
– Η συγκεκριμένη τάση διογκώνει τα φαινόμενα του brain-drain (διαρροή εγκεφάλων στο εξωτερικό) και brain-waste (σπατάλη εγκεφάλων στην αγορά– αναντιστοιχία δεξιοτήτων), που ισχυροποιούνται κυρίως στις περιπτώσεις όπου το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης της επιχείρησης (και τελικά του κλάδου και της αγοράς) είναι χαμηλότερο της προσφερόμενης.
– Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο κυρίως ο δημόσιος τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα (στον οποίο εντάσσεται και η τριτοβάθμια εκπαίδευση) επενδύει στην Έρευνα κι Ανάπτυξη, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλότερο. Η αγορά φαίνεται να «αμύνεται» ακόμα για μια οικονομία έντασης εργασίας έναντι μιας οικονομίας έντασης γνώσης.
Η ΓΣΕΕ, και το Κέντρο επισημαίνουν ότι μεταξύ των λύσεων που θα πρέπει να επιδιωχθούν είναι:
– Να αυξηθεί η δημόσια και ιδιωτική επένδυση στην ανάπτυξη γνώσεων και δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού της χώρας.
– Να θεσπιστεί ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη στήριξη της δια βίου μάθησης – που θα περιλαμβάνει μια ισχυρότερη και καλύτερα χρηματοδοτούμενη επαγγελματική κατάρτιση σε σύνδεση με την αγορά εργασίας και διευρυμένες δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης.