Δεκαετές ομόλογο 2019: Σε νέο ιστορικά χαμηλό επίπεδο, γύρω στο 1,31%, υποχώρησε σήμερα η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου.
Δεκαετές ομόλογο 2019: Νέο ιστορικά χαμηλό επίπεδο, γύρω στο 1,31% έπιασε το 10ετές ελληνικό ομόλογο, σύμφωνα με το Reuters. Τόσο το ελληνικό ομόλογο, όσο και οι τίτλοι της νότιας Ευρώπης σημειώνουν καλές επιδόσεις, γεγονός που αποδίδεται στο πακέτο μέτρων στήριξης της οικονομίας που ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επισημαίνεται στο δημοσίευμα. Οι αποδόσεις των περισσότερων ομολόγων της ευρωζώνης κινούνταν πτωτικά, λόγω της νέας έντασης στη Μέση Ανατολή και ύστερα από τη μείωση βασικού επιτοκίου δανεισμού στην Κίνα. Η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου σημείωσε νωρίτερα πτώση κατά 1 μονάδα βάσης στο μείον 0,51%.
Τα τελευταία χρόνια, αρχίσαμε να μιλάμε έντονα για τα ομόλογα. Τι είναι το ομόλογο; Είναι μια μορφή δανείου.
Διαφέρει από το κανονικό δάνειο στα εξής σημεία:
Η αποπληρωμή του κεφαλαίου γίνεται εφάπαξ, στην λήξη του ομόλογου (π.χ. μετά από πέντε χρόνια) και όχι τμηματικά, με δόσεις, όπως στο δάνειο.
Το επιτόκιο είναι συνήθως σταθερό (π.χ. 8% ετησίως), ενώ του δανείου είναι συνήθως κυμαινόμενο (π.χ. 2,5% πάνω από το Libor)
Ο τόκος εισπράττεται από τον κάτοχό του σε τακτές χρονικές προθεσμίες (π.χ. κάθε τρεις ή κάθε έξι μήνες) μέσω του κουπονιού του (coupon).
Το ομόλογο συνήθως δεν έχει εμπράγματες εξασφαλίσεις (π.χ. υποθήκη ή προσημείωση σε ακίνητα) όπως συμβαίνει στα δάνεια.
Εγγύηση για την αποπληρωμή του είναι μόνο η οικονομική ευρωστία και πιστοληπτική ικανότητα του εκδότη
Υπάρχει δευτερογενής αγορά μέσω της οποίας μπορεί κάποιος να αγοράσει ή να πουλήσει ομόλογα καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής τους με ορισμένες προϋποθέσεις που θα δούμε πιο κάτω.
Ποιος εκδίδει ομόλογα;
Δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις και κράτη. Τα ομόλογα δεν έχουν εμπράγματες εξασφαλίσεις, πράγμα που αυξάνει τον πιστωτικό τους κίνδυνο. Ο κίνδυνος αυτός αυξάνει περισσότερο από το γεγονός ότι μέχρι την λήξη του ομολόγου (redemption) δεν υπάρχει μερική αποπληρωμή με δόσεις που διαχρονικά μειώνουν βαθμηδόν το υπόλοιπο του δανείου και συνεπώς τον κίνδυνο.
Πώς όμως ο επενδυτής, που σκοπεύει να αγοράσει ομόλογα, μπορεί να προστατευθεί από ενδεχόμενη αδυναμία του εκδότη να επιστρέψει το κεφάλαιο που δανείστηκε;
Την δουλειά αυτή την κάνουν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης οι οποίοι βαθμολογούν τον εκδότη, που είναι εταιρεία ή το κράτος. Η βαθμολογία τους δημοσιεύεται στο διαδίκτυο και παντού και ποικίλει από τα άριστα μέχρι σκουπίδια (junk bond). Η βαθμολόγηση αλλάζει κάθε φορά που διαπιστώνουν βελτίωση ή χειροτέρευση της κατάστασης ώστε να ενημερώνονται έγκαιρα οι υποψήφιοι επενδυτές.
Από τι εξαρτάται το ύψος του επιτοκίου που φέρει ένα ομόλογο;
Από το μέγεθος του πιστωτικού κινδύνου που αναλαμβάνει ο επενδυτής και από το ύψος του επιτοκίου άλλων ομολογιακών εκδόσεων άλλων εκδοτών που ενεργούν ανταγωνιστικά. Όσο μεγαλύτερο το ρίσκο, τόσο μεγαλύτερη η ανταμοιβή. Με την έναρξη της κρίσης έκλεισαν οι κρουνοί και θεωρητικά, υπήρχαν επενδυτές στην αγορά για να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα. Με τι επιτόκιο όμως; Πάνω από 10% που το έκανε απαγορευτικό, αφού ήταν πολλαπλάσιο του κανονικού.
Ο αγοραστής ενός ομολόγου έχει την δυνατότητα να το πουλήσει οποιαδήποτε ημέρα κατά την διάρκεια της ζωής του, στην δευτερογενή αγορά. Εννοείται ότι ισχύει το αντίστροφο, δηλαδή να αγοράσει κάποιος επενδυτής ένα ομόλογο οποιαδήποτε ημέρα μετά την έκδοσή του.
Σε ποια τιμή όμως;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα:
Ας υποθέσουμε ότι ο Α επενδυτής έχει αγοράσει ένα 5ετές ομόλογο κατά την ημέρα της έκδοσής του, έναντι 100 ευρώ με κουπόνι (επιτόκιο) 5%. Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο, επί πέντε χρόνια θα εισπράττει 5 ευρώ και την ημερομηνία της λήξης του θα εισπράξει και το κεφάλαιο των 100 ευρώ. Ύστερα από ένα χρόνο αποφασίζει να το πουλήσει. Στο μεταξύ όμως, τα επιτόκια της αγοράς ομολόγων αυξήθηκαν από πέρσι. Νέα ομόλογα αντίστοιχου πιστωτικού κινδύνου εκδίδονται με κουπόνι 6%. Αν λοιπόν ο επενδυτής Β θελήσει να αγοράσει το ομόλογο του επενδυτή θα πρέπει να αποζημιωθεί για την ετήσια απώλεια του 1% που θα έχει.
Με ποιον τρόπο θα αποζημιωθεί;
Αγοράζοντας το ομόλογο όχι στην ονομαστική του τιμή των 100 ευρώ (at par), αλλά λιγότερο (at discount). Πόσο λιγότερο; Τόσο ώστε να ισοφαρίσει την απώλεια του 1% για τα εναπομείναντα 4 έτη μέχρι την λήξη του ομολόγου. Το αντίθετο θα συμβεί αν, αντί για αύξηση, είχαμε μείωση επιτοκίων. Τότε ο Β θα πρέπει να αγοράσει το ομόλογο του Α σε τιμή παραπάνω από 100 ευρώ (premium).
Όταν λοιπόν στην δευτερογενή αγορά αγοράσει κάποιος ένα ομόλογο, σημασία δεν έχει αυτό καθαυτό το κουπόνι αλλά η απόδοση (yield) του ομόλογου, (π.χ. 5,4%), που συνυπολογίζει (α) το κουπόνι και (β) την διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς του ομολόγου και της ονομαστικής τιμής του.
Συμπέρασμα: Είναι δυνατόν να αγοράσετε ένα ομόλογο και να το πουλήσετε αργότερα, πριν από την λήξη του, σε τιμή χαμηλότερη από εκείνη της αγοράς, καταγράφοντας ζημία. Αν δεν το πουλήσετε και το διακρατήσετε μέχρι την λήξη του, θα εισπράττετε κανονικά κάθε χρόνο το κουπόνι και στην λήξη του το 100% της τιμής αγοράς του. Κάτι που, δυστυχώς, δεν ίσχυσε για τους Έλληνες κατόχους ελληνικών ομολόγων που, στην έναρξή της κρίσης, έχασαν ολόκληρο το κεφάλαιό τους.