Σε μια εποχή που ο καρκίνος θερίζει ζωές, οι συμπολίτες μας που λένε "ναι" στην επάρατη νόσο, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κάποιοι που απλώς, έχουν μια κακή συνήθεια.
Από την Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Φίλησα το πρώτο μου κορίτσι και κάπνισα το πρώτο μου τσιγάρο την ίδια μέρα. Δεν ξαναείχα χρόνο για κάπνισμα από τότε.
Arturo Toscanini, Ιταλός μουσικός
Έχεις μόλις μία ώρα να καταφέρεις να απολαύσεις, έστω και στο “πόδι”, ένα από τα αγαπημένα σου πιάτα στο εστιατόριο δίπλα από το γραφείο. Ακολουθεί εκείνο το κρίσιμο επαγγελματικό ραντεβού κι έχεις ήδη φροντίσει να βάλεις το καθαρό, στιλάτο κουστουμάκι για να εντυπωσιάσεις τον πελάτη. Την ώρα που ετοιμάζεσαι να βάλεις την πρώτη μπουκιά στο στόμα,
ένα μεγάλο, πυκνό σύννεφο καπνού έρχεται “καρφί” πάνω στη μύτη σου, καλύπτοντας σχεδόν και την πιρουνιά. Γυρίζεις, ρίχνεις μια στραβή ματιά στον διπλανό “θεριακλή” που πάσχει από έλλειψη πολιτισμού, αλλά η δική ου, είναι στραβότερη.
Μαζί με την “καπνισμένη” μπουκιά, επιλέγεις να καταπιείς και την συμπεριφορά του ασεβή πελάτη που κάθεται στο διπλανό τραπέζι, για να μην… χαλάσεις την ημέρα σου. Την ώρα του λογαριασμού, ρωτάς τον ιδιοκτήτη αν επιτρέπεται το τσιγάρο. “Θα χάσουμε την πελατεία”, σου απαντά με περίσσιο θράσος. Με τα μαλλιά σου να μυρίζουν από μέτρα μακριά, το ίδιο και τα ρούχα σου, αποχωρείς. “Έλλαδάρα…”, θα σιγοψιθυρίσεις, σκεπτόμενη πως εδώ, οι νόμοι δεν θα εφαρμοστούν ποτέ. Στην περίπτωσή μας όμως, δεν πρόκειται για δικαίωμα.
Σε μια εποχή που ο καρκίνος θερίζει ζωές, οι συμπολίτες μας που λένε “ναι” στην επάρατη νόσο, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κάποιοι που απλώς, έχουν μια κακή συνήθεια. Η έκκληση της Αντικαρκινικής Εταιρείας στους πολίτες να συνδράμουν στη μάχη κατά του καπνίσματος κι όχι μόνο, γιατί υπάρχουν κι άλλες μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς που πρέπει να παταχτούν, είναι πλέον μία αναγκαιότητα, που δεν “σηκώνει” αντιρρήσεις. Για να είναι όμως αποτελεσματική η προσπάθεια χρειάζεται την άμεση ανταπόκριση των υπηρεσιών του Κράτους σε όποια τηλεφωνική καταγγελία ενός πολίτη, για κάποιον που ρυπαίνει το περιβάλλον. Χωρίς όμως να κινδυνεύει ο πολίτης, να εμπλακεί σε κάποιας μορφής διαμάχη ή να θεωρηθεί ως δύστροπος, εριστικός τύπος, που δεν έχει δουλειά να κάνει και κυνηγάει τους πολίτες από χόμπι.
Σε τι όμως αποσκοπεί αυτή η ‘επανεκκίνηση’ του αντικαπνιστικού αγώνα; Σε πρώτη φάση, φαίνεται πως ο στόχος είναι να προστατευθεί η υγεία αυτών που υφίστανται τις συνέπειες, των παθητικών δηλαδή καπνιστών. Όμως οι μη καπνίζοντες δεν χρειάζονται την προστασία του νόμου.
Oι ίδιοι έχουν τουλάχιστον μια επιλογή: Να μην κάθονται σε καταστήματα που βλέπουν έστω κι ένα τασάκι σε κάποιο τραπέζι. Αν πρέπει κάποιοι να προστατευθούν είναι οι ίδιοι οι καπνιστές, από τον εαυτό τους. Αυτοί, είναι ταυτόχρονα θύματα και θύτες. Και για να υπάρχει αποτέλεσμα οι καπνιστές πρέπει, με τη συγκατάθεσή τους, να στοχοποηθούν, να στιγματιστούν… Καπνιστές, αλκοολικοί, ναρκομανείς, είναι άτομα εθισμένα, εξαρτημένα. Άρα, μειωμένων δυνατοτήτων σε όποιον τομέα κι αν δραστηριοποιούνται.
Αν θέλουν να απεξαρτηθούν από το τσιγάρο, που σίγουρα το θέλουν, χρειάζεται η κοινωνία να τους μιλήσει σε μια σκληρή, απάνθρωπη ίσως γλώσσα. Μια και δύο επισημάνσεις για τους κινδύνους του καπνίσματος δεν φαίνεται να τους αγγίζουν. Ο καπνιστής, ο εθισμένος στο αλκοόλ ή στις ουσίες, ανήκουν όλοι αυτοί στην ίδια συνομοταξία. Ο καπνιστής, είναι κι αυτός επιεικώς εξαρτημένο άτομο, “εθισμένος ήπιας μορφής”. Αν θελήσουμε να λειάνουμε για λόγους αβρότητας, τις αιχμές αυτής της συνθήκης, αν δηλαδή δεν αναγκαστεί ο ίδιος ο εξαρτημένος να αντιληφθεί πως ως άνθρωπος είναι περισσότερο αποκρουστικός, λιγότερο αποδοτικός, ελάχιστα έως καθόλου γοητευτικός, αν δεν υποχρεωθεί να αντικρίσει την εικόνα που αυτός προσφέρει στους άλλους, τότε η αστυνόμευση θα εκφυλιστεί σε υπερβολές και θα προσφέρει έμπνευση μόνο για σατιρικές εκπομπές.
Το κάπνισμα πρέπει να απαγορευτεί ακόμη και σε εξωτερικούς δημόσιους χώρους. Ο χώρος στα κέντρα αναψυχής και συναθροίσεων θα πρέπει να είναι ενιαίος για όλους, καπνιστές και μη. Τασάκια, πακέτα τσιγάρων και αναπτήρες δεν θα υπάρχουν στα τραπέζια.
Όσοι θέλουν να “πάρουν τη δόση τους”, θα μεταβαίνουν σε ειδικούς χώρους στον περίβολο του καταστήματος, μικρής χωρητικότητας με υποτυπώδη εξαερισμό, όπου θα υποβάλλονται σκόπιμα και στη δοκιμασία να συγχρωτίζονται με τα πιο ετερόκλητα στοιχεία. Μια εμπειρία δηλαδή στην οποία θα αυθυποβάλλεται ο καπνιστής με τη βραχυπρόθεσμη προσδοκία να νιώσει ο ίδιος αποτροπιασμό για τον …εαυτό του και να σταματήσει άμεσα το κάπνισμα. Να αποβάλλει το στίγμα.
Αλήθεια, ποιος λέει στον εργοδότη του “βγαίνω για τσιγάρο;”. Στις εταιρείες με κάποια δόση κύρους, κανένας εργαζόμενος δεν αποκαλύπτει την πρόθεσή του στον προϊστάμενο, καθοδηγούμενος ασυνείδητα από ένα ντροπιαστικό συναίσθημα, μιας και γνωρίζει πως η εξάρτηση, δεν τον κολακεύει. Φυσικά, για να προλάβω τον αντίλογο, ο καθένας μπορεί στο διάλειμμά του να κάνει ό,τι θέλει. Είναι έτσι όμως; Ας σκεφτούμε την απόδοση του εργαζομένου που σκέφτεται συνεχώς πότε θα βγει για… τσιγάρο και τότε θα κατανοήσουμε, πως δεν είναι κάτι που πρέπει να αγνοούν οι εργοδότες.
Ίσως κάποια “ταπεινωτικά μέτρα” κατά των θεριακλήδων, με προφανή σκοπό να νιώσουν λίγο ως περιθωριοποιημένα άτομα δεύτερης κατηγορίας, πεισμώσουν τους καπνιστές και πετάξουν μια και καλή το τσιγάρο από τη ζωή τους. Αρκεί να αισθανθούν λίγο σαν κάποιοι που η ζωή τους αρνείται όσες χαρές και επιτυχίες τους χρωστάει στις επαγγελματικές, κοινωνικές, ερωτικές τους δραστηριότητες, μόνο και μόνο εξαιτίας αυτής της καταστροφικής, αντικοινωνικής και αποκρουστικής τους συνήθειας.